Το καλοκαίρι ήταν κάποτε όμορφη εποχή. Σήμερα δεν είναι πια. Τουλάχιστον δεν είναι για μένα.
Ο κόσμος βέβαια εξακολουθεί να το λατρεύει. Με το που μπαίνει η άνοιξη, οι άνθρωποι αλλάζουν διάθεση, γίνονται πιο κινητικοί, πιο χαρούμενοι και πιο αισιόδοξοι – τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουν. Κανείς δεν σχολιάζει με θλίψη το χειμώνα που τέλειωσε. Κανείς δεν τον αναζητά, κανείς δεν έχει ένα καλό λόγο να πει γι αυτή την εποχή. Και όσοι λίγοι τον αγαπούμε και μελαγχολούμε, όποτε τελειώνει, αποφεύγουμε να το πούμε, για να μη μας περάσουν για τίποτα περίεργους και μυστήριους. Γιατί ο πολύς κόσμος αγαπά το καλοκαίρι, όταν ο ήλιος στον ουρανό καίει, οι ακτές γεμίζουν κολυμβητές και τα καράβια φορτωμένα γελαστούς αδειούχους πάνε κι έρχονται στα νησιά. Τότε η κινητικότητα, η χαρά και η αισιοδοξία βρίσκονται στο απόγειό τους.
Το υπέροχο ελληνικό καλοκαίρι! Με ατελείωτο συνωστισμό και θόρυβο σε όλες τις παραλίες, με καύσωνες, με τις πόρτες διάπλατα ανοιγμένες για να μπει μέσα στο σπίτι λίγο αεράκι. Έτσι όμως μπαίνουν μέσα και τα αδιάκριτα βλέμματα των περιοίκων. Ζεσταίνεσαι αφόρητα, όμως δεν μπορείς να πετάξεις τα ρούχα σου, σε βλέπουν απέξω. Βλέπουν τι φοράς, τι τρως, τι κάνεις γενικά, όλα τα βλέπουν οι περίοικοι. Δεν έχεις πια ιδιωτική ζωή, όλα τα μοιράζεσαι με τους γείτονες και τους περαστικούς.
Τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα το βράδυ, αλλά ως τότε έχεις να αντιμετωπίσεις μια σειρά άλλες δυσκολίες, όπως πχ ότι δεν τολμάς να βγεις έξω να ψωνίσεις, όσο στον ουρανό περιφέρεται αυτό το φλεγόμενο άστρο. Περιμένεις να πέσει λίγο η ζέστη, αλλά τότε τρέχεις και δεν φτάνεις, γιατί τα καταστήματα λόγω θερινής ώρας κλείνουν, πριν βραδιάσει. Μέχρι να βραδιάσει, κάθεσαι λοιπόν στο σπίτι σου φρόνιμα, με κατεβασμένα τα ρολά, σκουπίζοντας κάθε τόσο τον ιδρώτα σου. Εκτός κι αν έχει ενσκήψει κανένας καύσωνας στη χώρα, οπότε κλείνεις πόρτες και παράθυρα και ανοίγεις το κλιματιστικό. Εγκλωβίζεσαι έτσι μέσα σε ένα αφύσικο περιβάλλον, γιατί δεν μπορείς να χωνέψεις ότι είναι καλοκαίρι κι εσύ βρίσκεσαι σε κατ’ οίκον εγκλεισμό.
Υπάρχει όμως η περίπτωση να έχεις κάποια δουλειά που δεν παίρνει αναβολή και τότε πρέπει να βγεις έξω στο καμίνι. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να μεθοδεύσεις τις κινήσεις σου. Πχ μην κάνεις το λάθος και ντυθείς, πριν χτενιστείς, πριν βαφτείς ή πριν ταχτοποιήσεις κάποια εκκρεμότητα του σπιτιού, γιατί τότε την έχεις άσχημα. Αρχίζει ο ιδρώτας να τρέχει σε όλο σου το κορμί, κολλάνε τα ρούχα πάνω σου κι εσύ προσπαθείς απεγνωσμένα να χτενίσεις τα ιδρωμένα σου μαλλιά και να περάσεις πούδρα στο υγρό σου πρόσωπο που το σκουπίζεις ματαίως κάθε δυο λεπτά. Τελικά απελπίζεσαι, «άει σιχτίρ!» λες και βγαίνεις έξω όπως-όπως, κακοχτενισμένη και κακοβαμμένη κολυμπώντας στον ιδρώτα σου. Άδικα έκανες ντους πριν ένα τέταρτο, είσαι πάλι χάλια.
Στο δρόμο περπατάς σχετικά αργά, γιατί αν ταχύνεις το βήμα σου κι ανέβουν οι ρυθμοί σου, η ζέστη θα σε εξουθενώσει, μπορεί και να λιποθυμήσεις εκεί στην άκρη του πεζοδρομίου. Έχεις εξασκηθεί ωστόσο. Ο εγκέφαλός σου σχεδιάζει αστραπιαία την πορεία σου, από πού πρέπει να πας για να μη βρεθείς ανυπεράσπιστη στον ανελέητο ήλιο, εντοπίζεις μικρές σκιές εδώ κι εκεί, κάποιο περίπτερο, κάποιο δεντράκι που κρύβει τον ήλιο. Κατευθύνεσαι αποφασιστικά προς τα κει, έστω κι αν η σκιά δεν είναι μεγαλύτερη από ένα μέτρο. Δεν πειράζει, κάτι είναι κι αυτό. Αλλά κάποια στιγμή βρίσκεσαι σε ένα σημείο του δρόμου όπου δεν υπάρχει η παραμικρή σκιά. Πρέπει να διασχίσεις διακόσια, τριακόσια μέτρα κάτω από τον καυτό ήλιο. Μαζεύεις τις δυνάμεις σου και προχωρείς με θάρρος. Μια λεπτή, πολύ λεπτή σκιά ρίχνει ο στύλος του δρόμου. Από το τίποτα καλή είναι κι αυτή. Προχωρείς κατά μήκος της λεπτής αυτής σκιάς, μέχρι που τελειώνει κι αυτή. Τώρα θα πρέπει να περπατήσεις χωρίς σκιά. Τέλος πάντων τα καταφέρνεις, αν και ήδη νιώθεις πολύ εξαντλημένη. Όταν τελειώσεις κάποτε τη δουλειά σου και γυρίσεις στο σπίτι σου, χρειάζεσαι απαραιτήτως ένα εικοσάλεπτο πλήρους ακινησίας στην καρέκλα με τον ανεμιστήρα να σβουρίζει και να παγώνει τον ιδρώτα πάνω στο κορμί σου. Ναι, είχε απόλυτο δίκιο ο Μπόρχες, όταν έγραφε ότι η ζέστη εξευτελίζει τον άνθρωπο.
Κατά το βραδάκι θέλεις να βγεις έξω, να κάνεις μια βόλτα, δεν αντέχεις άλλο μέσα στο ζεστό σπίτι, όπου τα ντουβάρια σού στέλνουν κύματα υψηλής θερμότητας. Πώς να ντυθείς όμως; Με τα φώτα αναμμένα, είσαι έγχρωμη ταινία σινεμασκόπ για τους γείτονες. Ψάχνεις να βρεις γωνιές όπου δεν φτάνει το βλέμμα των γειτόνων ή ντύνεσαι στα σκοτεινά μαντεύοντας και ψηλαφώντας τα ρούχα που θα φορέσεις.
Έξω οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο που απολαμβάνει το καλοκαιράκι. Η αισθητική σου τραυματίζεται συνέχεια, ιδίως, όταν περνούν από μπροστά σου άνετοι και αδιάφοροι κάτι τύποι με κοντό παντελονάκι, γυμνοί κατά τα άλλα, με τεράστια τριχωτά στομάχια, με μπούτια επίσης τριχωτά και με τις απαραίτητες σαγιονάρες. Τέλος πάντων, συναντάς την παρέα σου, κάθεστε και πίνετε παγωμένο καφέ, λέτε τα νέα σας και όλα είναι πολύ ευχάριστα, εκτός φυσικά από τη ζέστη και τους τριχωτούς ημίγυμνους προγάστορες. Μετά αποφασίζετε να τσιμπήσετε κάτι σε ένα ταβερνάκι. Παραγγέλνεις παγωμένη μπίρα που την καταπίνεις με απόλαυση. Παράλληλα παραγγέλνεις και μερικά πικάντικα πιάτα μαζί με νέες μπίρες. Τραγικό λάθος! Όλη αυτή την ευχαρίστηση θα την πληρώσεις πολύ ακριβά αργότερα, όταν θα γυρίσεις στο σπίτι σου. Προς το παρόν περνάς καλά πάντως.
Γυρνάς έπειτα στο σπίτι σου, νιώθεις ήδη βαριά με τις μπίρες και τα πικάντικα, και το πρώτο πράγμα που κάνεις, είναι να πετάξεις από πάνω σου τα ρούχα που σε καίνε. Μόνο μην ξεχαστείς! Σβήσε πρώτα τα φώτα για να μη δώσεις κανένα ρεσιτάλ στους απέξω που κάθονται ράθυμοι στα μπαλκόνια τους. Αλλάζεις σκουντουφλώντας στα σκοτεινά και φοράς ένα παρεό, πιο ελαφρό ντύσιμο από αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει. Ανάβεις τα φώτα πάλι και τρως λίγο καρπούζι για να δροσιστείς. Η ζέστη είναι αφόρητη και ανεξήγητη, ακόμα δεν έχεις συνειδητοποιήσει ότι φταίνε η μπίρα και τα πικάντικα.
Μετά πας για ύπνο. Φυσικά τα ρολά της κρεβατοκάμαρας είναι ανεβασμένα, επειδή δεν θέλεις να πεθάνεις από ασφυξία. Απέξω έρχονται τα πάντα: τα φώτα του δρόμου και τα φώτα των απέναντι διαμερισμάτων, ο ήχος των τροχοφόρων που περνάνε από κάτω, οι κουβέντες των ξενύχτηδων στα μπαλκόνια και τα απαραίτητα κουνούπια. Σηκώνεσαι, βάζεις το εντομοαπωθητικό στην πρίζα, ξαπλώνεις πάλι. Η μυρωδιά του σε ενοχλεί και είναι και επικίνδυνη να την εισπνέεις. Σηκώνεσαι πάλι και σπρώχνεις το εντομοαπωθητικό κοντά στην μπαλκονόπορτα. Ξαπλώνεις. Επειδή οι γείτονες στα μπαλκόνια έχουν διάθεση για μεγάλη φλυαρία, βάζεις τις ωτοασπίδες σου και προσπαθείς να απομονωθείς από τους ήχους. Κλείνεις και τα μάτια και προσπαθείς να αγνοήσεις το φως που έρχεται απέξω.
Όλα καλά για ένα δυο λεπτά. Μετά συνειδητοποιείς ότι είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Τα μαλλιά σου είναι βρεγμένα, το μαξιλάρι είναι υγρό κι εσύ ζεσταίνεσαι λες και βρίσκεσαι μέσα σε φούρνο. Αρπάζεις από το κομοδίνο τη βεντάλια και κάνεις αέρα στα σκοτεινά. Τότε θυμάσαι τις μπίρες και τα πικάντικα. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για την απερισκεψία σου. Θα καίγεσαι για μερικές ώρες ακόμα, μέχρι ο οργανισμός σου να διαλύσει τη βόμβα που του έριξες στο στομάχι.
Σηκώνεσαι ξανά, πίνεις παγωμένο νερό, ρίχνεις και λίγο στο πρόσωπο και τους ώμους. Μπα, τίποτα δεν γίνεται. Μένεις για λίγο σκεφτική, μετά το παίρνεις απόφαση, κλείνεις τις πόρτες και ανοίγεις το κλιματιστικό. Το κλιματιστικό δεν σου αρέσει. Κάνει ένα ελαφρό θόρυβο που όμως εσένα σε εκνευρίζει. Σπρώχνεις τις ωτοασπίδες πιο βαθιά στα αυτιά σου και προσπαθείς να χαλαρώσεις, καθώς ο δροσερός αέρας σε χαϊδεύει. Ναι, είναι καλύτερα τώρα. Γυρίζεις στο πλευρό και προσπαθείς να κοιμηθείς.
Όμως ο αέρας παραείναι κρύος τελικά. Σκεπάζεσαι με το σεντόνι, αλλά τον νιώθεις να παγώνει σιγά-σιγά το κορμί σου. Σηκώνεσαι, χαμηλώνεις την ένταση, ξαπλώνεις. Σε λίγο αρχίζεις πάλι να παγώνεις. Είναι που το κλιματιστικό στέλνει τον αέρα στο διπλανό τοίχο και αυτός μετά τον ρίχνει πάνω σου. Καλύτερα να αλλάξεις θέση. Παίρνεις τα μαξιλάρια σου και ξαπλώνεις ανάποδα. Τώρα ο αέρας ανακλάται στις γάμπες σου. Τις σκεπάζεις με το σεντόνι, εντάξει, είναι κάπως καλύτερα.
Την άλλη μέρα που θα ξυπνήσεις, θα έχεις ένα βαρύ κεφάλι κι ένα λαιμό ξερό λόγω του κλιματιστικού. Πάλι καλά, θα μπορούσες να είχες και πυρετό. Σηκώνεσαι και ανοίγεις την πόρτα για να πας στο μπάνιο. Ένα κύμα καυτού αέρα σού επιτίθεται αμέσως και όλα αρχίζουν πάλι από την αρχή.
Εκτός κι αν αποφασίσεις να αφήσεις τη βολή του σπιτιού σου και να ενωθείς κι εσύ με τις ορδές των τουριστών, ιθαγενών και ξένων, που αλωνίζουν τη χώρα.
Θα περάσεις καλά!
Εννοείται ότι θα δυσκολευτείς να βρεις εισιτήριο για την ημέρα που θέλεις και παράλληλα θα προσεύχεσαι να μην πέσεις σε καμιά απεργία που θα σε υποχρεώσει να ξενυχτήσεις στην αποβάθρα. Θα στοιβαχτείς στο πλοίο μαζί με πολλούς χαρούμενους ανθρώπους που θα θορυβούν παντοιοτρόπως λόγω διακοπών και ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και θα ξεβραστείς στο λιμάνι του προορισμού σου, όπου θα πρέπει να έχεις κλείσει από πριν δωμάτιο σε ξενοδοχείο, αλλιώς θα περιφέρεσαι με τα μπαγκάζια σου εδώ κι εκεί για να καταλήξεις σε κανένα δωμάτιο μικροσκοπικό, ζεστό, χωρίς θέα και χωρίς ατομικό μπάνιο.
Αφού ταχτοποιηθείς τέλος πάντων, θα κάνεις αυτό που κάνουν όλοι: θα βάλεις το μαγιό σου και θα κατέβεις στην παραλία. Καλά να πάθεις! Δεν ήξερες ότι σήμερα τα ελληνικά παράλια βρίσκονται υπό κατοχή; Μπες τώρα στα θολά νερά και κολύμπησε παρέα με πιτσιρίκια που ουρλιάζουν, μαμάδες που φωνάζουν στα πιτσιρίκια, μπαμπάδες προγάστορες (αυτό δεν το γλιτώνεις όπου κι αν πας), γιαγιάδες και παππούδες και κοριτσάκια λαδωμένα, έτοιμα για το τηγάνι. Ύστερα βγες και ψάξε να βρεις μια θεσούλα μέσα στο πλήθος που φρυγανιάζει ευτυχισμένο. Κάπου θα ακουμπήσεις, αλλά επειδή είσαι και άτυχη, δίπλα σου θα κλαίνε μωρά ή κάποιοι νεαροί με ρακέτες θα ανταλλάζουν μπαλάκια που κάθε τόσο θα ξεστρατίζουν και θα πέφτουν πάνω σου.
Δέκα λεπτά αργότερα ο ήλιος έχει αρχίσει να σε τσουρουφλίζει. Τα μαζεύεις και ψάχνεις για λίγη σκιά. Δεν είναι εύκολο να βρεις, τις σκιές τις έχουν καπαρώσει άλλοι πριν από σένα. Καταλήγεις στο υπερκείμενο μπαρ και παραγγέλνεις καφέ. Είναι όμορφα εδώ, φυσά κι ένα απαλό αεράκι, αρχίζεις να νιώθεις ευχάριστα. Αλλά επειδή η θάλασσα, ο ήλιος, η ζέστη και οι διακοπές χρειάζονται κάτι ακόμα για να γίνουν ολοκληρωμένη ευτυχία, φροντίζουν αυτοί στο μπαρ να σου την ολοκληρώσουν: μια θηριώδης μουσική βροντοχτυπά τα αυτιά σου χωρίς διακοπή και χωρίς μελωδία. Στραβώνεις τα μούτρα, αλλά αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Μάλλον εσύ είσαι που δεν θέλεις να νιώσεις ευτυχισμένη, γιατί όλοι οι άλλοι γύρω σου δείχνουν να το απολαμβάνουν.
Καλά.
Εκτός από το μπάνιο στη θάλασσα, τι άλλο να κάνεις σ’ αυτό το θέρετρο που βρέθηκες; Θα κάνεις ατελείωτες βόλτες στα καφέ, τα μπαρ και τις ταβέρνες, όπου η θηριώδης μουσική θα σε καταδιώκει, θα διασχίζεις υπομονετικά τις ορδές των τουριστών που έρχονται κατά πάνω σου, θα τρως ανεξέλεγκτα και θα ψάχνεις απελπισμένα για σκιερά μέρη. Η αισθητική σου δεν μπορεί να παρηγορηθεί με τα χαριτωμένα σπιτάκια της περιοχής. Σε ακολουθούν κατά πόδας οι προγάστορες, τα πανομοιότυπα σε όλη την Ελλάδα μαγαζιά με τουριστικά είδη, οι άθλιες επιγραφές (rooms to let και τα παρόμοια) και τα πλήθη. Πλήθη ανθρώπων που έπεισαν τον εαυτό τους ότι περνούν όμορφα, επειδή βρίσκονται σε διακοπές σε κάποια τουριστική παραλία.
Μα εκείνος ο Ελύτης, αναρωτιέσαι, πώς μπόρεσε να
υμνήσει το άγριο κατακαλόκαιρο
των νησιών μας; Ύστερα βρίσκεις αμέσως την
απάντηση.
Όταν ο αριστοκράτης ποιητής μας τραγουδούσε μαγεμένος, οι παραλίες μας, οι θάλασσές μας, τα νησιά μας λούζονταν σε έναν ήλιο διαφορετικό από το σημερινό, τα πλήθη ήταν απόντα, ταrooms to let ήταν άγνωστα, τα θορυβώδη μαγαζιά, μπαρ, καφέ, ταβέρνες, τουριστικά είδη ανύπαρκτα. Οι παραλίες μας ήταν ήρεμες, η θάλασσα μοναχική, τα κύματα έσκαζαν στην αμμουδιά νωχελικά μέσα στη σιγή του τοπίου. Ο κόσμος που κατοικούσε εκεί γύρω ήταν λίγος, άνθρωποι απλοϊκοί, ψαράδες και αγρότες. Καμιά βουή, καμιά κοσμοπλημμύρα.
Ο ήλιος έκαιγε από ψηλά. Αλλά τα σπίτια μέσα ήταν δροσερά, οι αυλές τους πνιγμένες στα λουλούδια. Και ο Ελύτης δεν έβαζε αντηλιακό, πριν βγει έξω να περπατήσει στις εξοχές. Κανείς τότε δεν φώναζε να μην καθόμαστε στον ήλιο, γιατί είναι επικίνδυνος. Ο ήλιος ο ηλιάτορας κυριαρχούσε στο τοπίο, άρχοντας πραγματικός και ζωοδότης.
Όχι, δεν μ’ αρέσει το ελληνικό καλοκαίρι, όπως κατάντησε. Και ποτέ δεν μελαγχολώ, όταν έρχεται ο Σεπτέμβρης. Ετοιμάζομαι γεμάτη προσμονή να υποδεχθώ τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου και τον ευγενέστατο χειμώνα. Τότε που ξανά αποχτώ ιδιωτική ζωή και οι προγάστορες εξαφανίζονται.