Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΛΕΞΕΙΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΣΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

(Προσοχή : Δεν είναι πάντα υποχρεωτική η χρήση του λεξικού αυτού στην
διατύπωση ή συγγραφή σοβαρών προτάσεων...


Λεξικό

Λέξεις που δεν υπάρχουν στα λεξικά που κυκλοφορούν

Αθλιόφυτο, το
Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους
δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι' αυτό έχει τα μαύρα του
τα χάλια. Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην
παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα".

Απλυτήρι, το
Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό
ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη
δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα
ποτήρια».

Αφαναροψία, η Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την
οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται
αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.

Δεγράφυλοι, οι
Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψει από
καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να
γράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε
δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε.
Παραδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.


Δολιοκλωστή, η
Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις
τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.


Επισκεπτολογίες, οι
Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε
επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα. ''Συγνώμη για το
χάος που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω', είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά
πειστικότητα".

Ημιαλεξιβρέχομαι, ρ. αμετβ.
Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε
καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε
καλύτεροι φίλοι.

Ισορροπητήρι, το
Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για
να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια.
π.χ. "Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;"

Καμικαζέντομο, το
Έντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέ σου
ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένα
καμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.

Κτελοντούρι, το
Το είδος ελεεινής μουσικής που σε κρατά ξύπνιο σε νυχτερινά ταξίδια με τα
ΚΤΕΛ. Το μεγαλύτερο μέρος της άγρυπνης νύχτας το περνάς αναρωτώμενος πώς
είναι δυνατόν ο οδηγός να είναι στα ντουζένια του στις 4 η ώρα το πρωί.

Λακκουβάραθρα, τα
Λακκούβες γεμάτες νερό στους αθηναϊκούς δρόμους οι οποίες μπορεί και να
αποτελούν πύλες εισόδου στα έγκατα του Άδη, οπότε καλό είναι να τις
παρακάμπτετε και όχι να πατάτε μέσα τους.

Ματισκύψιμο, το
Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι όταν
περνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε
στη θέση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί.


Μελλοχρήσιμο, το
Αντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο
μέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, όταν
τελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει.


Μυξοδιαγνωστική, η
Το να φυσάς τη μύτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δεις
τι εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ'αυτόν τον τρόπο θα
διαγνώσεις τρομερά πράγματα για την υγεία σου ή θα αντικρίσεις κάτι
πρωτόγνωρο.

Ουραλπισία, η
Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή
φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά
σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους
τομείς της ζωής του ( λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης
κ.ο.κ.).

Πουπήγιο, το
Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.)
αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, το
οποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο
ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο
να το βρω. "Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι
και κοίταξε αμέσως να δει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε
την τύχη του και έπεσε στα γόνατα να το βρει".

Σκουπευκαιρία, η
Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι
χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα αλλά δεν το
ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το
ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Σφουγγαροπερπατώ, ρ. αμετβ.
Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να
περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας
ελαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι
παρούσα η καθαρίστρια.

Τραπεμαντησκίστης, -στρια
Άνθρωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας στα
πλαστικά τραπεζομάντιλα εστιατορίων και τα κάνει χίλια κομμάτια ενόσω
τρώει συνήθως όμως προτού ξεκινήσει ή αφού τελειώσει).

Υδροτηλέφωνο, το
Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά δυο λεπτά
αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδροτηλέφωνο είναι επίσης
προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις
νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

Φυσοτρώω, ρ. μετβ.
Όταν από τη λαιμαργία μου προσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει και
το βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κρατάω το στόμα μου ανοιχτό
και να φυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουργήσω ρεύματα αέρος που
θα ψύξουν την άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναρθρους ήχους, Αλλοι
κουνούν την παλάμη τους μπροστά απ' το στόμα, λες κι αυτό βοηθάει.

Χορτάγχος, το
Το άγχος που σε κυριεύει την ώρα που τρως πραγματικά εξαίσια Φαγητά
μήπως χορτάσεις προτού προλάβεις να τα δοκιμάσεις όλα. "Μην χορταγχώνεσαι
βρε Νεκτάριε, θα ξανάρθουμε!"

Ψυγγιές, οι
Οι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο.