Όλο και περισσότερες
ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες ανακαλύπτονται για το ελαιόλαδο, το οποίο θα
αποτελέσει το «φάρμακο του μέλλοντος»...
σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο επίκουρος καθηγητής Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων στο Φαρμακευτικό Τμήμα του Πανεπιστημίου, Προκόπης Μαγιάτης, μαζί με τη συνεργάτιδά του, Ελένη Μέλλιου, πραγματοποίησαν έρευνα σε 150 δείγματα ελαιόλαδου από διάφορες περιοχές της Ελλάδας αλλά και από την Καλιφόρνια των Η.Π.Α.
Βασιζόμενοι στις αναφορές για τις φαρμακευτικές δράσεις του λαδιού (αγουρέλαιο) στην αρχαία Ελλάδα από τον Διοσκουρίδη, απέδειξαν ότι το ελαιόλαδο διαθέτει και αντιοξειδωτικές, νευροπροστατευτικές και καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες. Αυτό οφείλεται στην ουσία ελαιοκανθάλη, η οποία έχει αρκετά ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, όπως και τα φάρμακα και στην ουσία ελαιασίνη, που είναι η πιο ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία του ελαιόλαδου.
Κατέληξαν, επίσης, ότι η ποσότητα των αντιφλεγμονωδών ουσιών στο λάδι της κορωνέικης ελιάς είναι αρκετά υψηλή, αλλά και ότι η ποσότητα των ουσιών αυτών στο λάδι του δήμου Μεσσήνης είναι πολύ υψηλότερη και από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αυτό, κατά τον κ. Μαγιάτη, οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους λόγους, όπως στις κλιματολογικές συνθήκες, στα εδαφολογικά στοιχεία και στη φροντίδα των καλλιεργητών.
Διαπιστώθηκε, ακόμη, ότι ορισμένες ελληνικές ποικιλίες ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης είχαν σχετικά μικρή περιεκτικότητα , γεγονός που επιβεβαιώνει την παραδοσιακή γνώση και εμπειρία ότι τα λάδια από αυτές τις ποικιλίες μπορούν να καταναλωθούν άμεσα.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το λάδι προερχόταν από την ίδια ποικιλία και από την ίδια γεωγραφική περιοχή παρατηρήθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις οι οποίες συσχετίστηκαν με την εποχή, αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας του ελαιοτριβείου. Φάνηκε ότι όταν η ελιά δεν αρδεύεται, όταν ελαιοποιείται σε πρώιμο στάδιο, σε διφασικό ελαιοτριβείο με ψυχρή έκθλιψη, επιτυγχάνονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι πρέπει να γίνουν και άλλες μελέτες σε βάθος, ώστε να εξακριβωθεί τι επηρεάζει την ποιότητα του ελαιολάδου, αλλά και για να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα τη βελτιώσουν ακόμη περισσότερο και θα αναδείξουν τις μοναδικές ιδιότητες που έχει το ελαιόλαδο κάθε περιοχής.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε, είναι ότι κάθε ποικιλία παρουσίαζε το δικό της χημικό προφίλ, το δικό της «δακτυλικό αποτύπωμα», όπως ακριβώς συμβαίνει και με το κρασί, αποδεικνύοντας ότι κάθε είδος ελαιόλαδου είναι διαφορετικό.
«Δεν είναι μακριά η μέρα που θα δούμε και στην ελληνική αγορά εξειδικευμένα καταστήματα που θα διακινούν αποκλειστικά προϊόντα ελιάς και ιδίως τυποποιημένα ελαιόλαδα μικρών παραγωγών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ποικιλιακής όσο και γεωγραφικής προέλευσης. Ίσως ακόμα δεν είναι μακριά και η μέρα που θα δούμε επεξεργασμένα ελαιόλαδα να περνούν το κατώφλι του φαρμακείου», αναφέρει ο καθηγητής.
Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργεί ομάδα υποστήριξης της έρευνας για το ελαιόλαδο, η οποία συνεργάζεται στενά με το κέντρο ελαιολάδου στην Καλιφόρνια και δέχεται δείγματα προς ανάλυση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο.
σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο επίκουρος καθηγητής Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων στο Φαρμακευτικό Τμήμα του Πανεπιστημίου, Προκόπης Μαγιάτης, μαζί με τη συνεργάτιδά του, Ελένη Μέλλιου, πραγματοποίησαν έρευνα σε 150 δείγματα ελαιόλαδου από διάφορες περιοχές της Ελλάδας αλλά και από την Καλιφόρνια των Η.Π.Α.
Βασιζόμενοι στις αναφορές για τις φαρμακευτικές δράσεις του λαδιού (αγουρέλαιο) στην αρχαία Ελλάδα από τον Διοσκουρίδη, απέδειξαν ότι το ελαιόλαδο διαθέτει και αντιοξειδωτικές, νευροπροστατευτικές και καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες. Αυτό οφείλεται στην ουσία ελαιοκανθάλη, η οποία έχει αρκετά ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, όπως και τα φάρμακα και στην ουσία ελαιασίνη, που είναι η πιο ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία του ελαιόλαδου.
Κατέληξαν, επίσης, ότι η ποσότητα των αντιφλεγμονωδών ουσιών στο λάδι της κορωνέικης ελιάς είναι αρκετά υψηλή, αλλά και ότι η ποσότητα των ουσιών αυτών στο λάδι του δήμου Μεσσήνης είναι πολύ υψηλότερη και από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Αυτό, κατά τον κ. Μαγιάτη, οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους λόγους, όπως στις κλιματολογικές συνθήκες, στα εδαφολογικά στοιχεία και στη φροντίδα των καλλιεργητών.
Διαπιστώθηκε, ακόμη, ότι ορισμένες ελληνικές ποικιλίες ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης είχαν σχετικά μικρή περιεκτικότητα , γεγονός που επιβεβαιώνει την παραδοσιακή γνώση και εμπειρία ότι τα λάδια από αυτές τις ποικιλίες μπορούν να καταναλωθούν άμεσα.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το λάδι προερχόταν από την ίδια ποικιλία και από την ίδια γεωγραφική περιοχή παρατηρήθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις οι οποίες συσχετίστηκαν με την εποχή, αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας του ελαιοτριβείου. Φάνηκε ότι όταν η ελιά δεν αρδεύεται, όταν ελαιοποιείται σε πρώιμο στάδιο, σε διφασικό ελαιοτριβείο με ψυχρή έκθλιψη, επιτυγχάνονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι πρέπει να γίνουν και άλλες μελέτες σε βάθος, ώστε να εξακριβωθεί τι επηρεάζει την ποιότητα του ελαιολάδου, αλλά και για να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα τη βελτιώσουν ακόμη περισσότερο και θα αναδείξουν τις μοναδικές ιδιότητες που έχει το ελαιόλαδο κάθε περιοχής.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε, είναι ότι κάθε ποικιλία παρουσίαζε το δικό της χημικό προφίλ, το δικό της «δακτυλικό αποτύπωμα», όπως ακριβώς συμβαίνει και με το κρασί, αποδεικνύοντας ότι κάθε είδος ελαιόλαδου είναι διαφορετικό.
«Δεν είναι μακριά η μέρα που θα δούμε και στην ελληνική αγορά εξειδικευμένα καταστήματα που θα διακινούν αποκλειστικά προϊόντα ελιάς και ιδίως τυποποιημένα ελαιόλαδα μικρών παραγωγών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ποικιλιακής όσο και γεωγραφικής προέλευσης. Ίσως ακόμα δεν είναι μακριά και η μέρα που θα δούμε επεξεργασμένα ελαιόλαδα να περνούν το κατώφλι του φαρμακείου», αναφέρει ο καθηγητής.
Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργεί ομάδα υποστήριξης της έρευνας για το ελαιόλαδο, η οποία συνεργάζεται στενά με το κέντρο ελαιολάδου στην Καλιφόρνια και δέχεται δείγματα προς ανάλυση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο.