Αν και θεωρείται
επιστημονικά «νεκρός» εδώ κι έναν αιώνα, ο Αιθέρας (Aether) εμφανίζεται και πάλι
στο προσκήνιο ως μια θεωρία για την ερμηνεία της ανεξήγητης «θάλασσας ενέργειας»
και του «κοχλάζοντος κενού», που μας περιβάλει. Από την αρχαιότητα μέχρι τις
αρχές του 20ου αιώνα ο Αιθέρας αποτελούσε το τελευταίο κρίκο που συνέδεε τη
Φυσική με τη μεταφυσική.
Στην αρχαιότητα πίστευαν πως όλος ο κόσμος ήταν γεμάτος από ένα υλικό λεπτό, αέρινο, σχεδόν άυλο, που οι Έλληνες ονόμαζαν Αιθήρ, οι Ινδοί Πράνα και οι Κινέζοι Τσι. Ο Πυθαγόρας πίστευε στην ύπαρξη του αιθέρα ως «πέμπτο στοιχείο» της Φύσης, ενώ οι ανατολικοί πολιτισμοί αποκαλούσαν το ίδιο στοιχείο Ακάσα (Akasha). Ο Αριστοτέλης υποστήριζε πως εκτός από τα τέσσερα στοιχεία (Γη, Ύδωρ, Αήρ και Πυρ) υπήρχε στη Φύση και ο Αιθήρ. Σύμφωνα με την άποψη του ο ουρανός διέφερε θεμελιακά από τον κόσμο, καθώς αποτελούνταν από ένα πέμπτο στοιχείο, τον αιθέρα, που ήταν και η «πέμπτη ουσία» της Φύσης (εξού και η λέξη πεμπτουσία). Ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε σ’ αυτό το συμπέρασμα επειδή παρατήρησε πως όλα τα ουράνια σώματα είναι φωτεινά, διαγράφουν ατέρμονους κύκλους, είναι άφθαρτα κι αμετάβλητα. Επομένως κάποια άγνωστη μορφή ενέργειας θα έπρεπε να είναι υπεύθυνη γι’ αυτό.
Στους αιώνες που ακολούθησαν οι αλχημιστές, που αναζητούσαν την «πεμπτουσία», κράτησαν ζωντανή τη θεωρία του Αιθέρα. Στις συμβολικές απεικονίσεις των αλχημιστών ο Αιθέρας αντιπροσώπευε πάντα το κεφάλι (το «πέμπτο άκρο» του σώματος), ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία αντιπροσωπεύονταν από τα άλλα τέσσερα άκρα (χέρια και πόδια). Σύμφωνα μ’ αυτούς τους συμβολισμούς ο Αιθέρας θεωρούνταν ανώτερο στοιχείο της Φύσης και η «αιθερική» κατάσταση ως ένα από τα ανώτερα επίπεδα του «πνευματικού σώματος».
Στους επιστημονικούς και φιλοσοφικούς κύκλους η θεωρία του Αιθέρα γνώρισε και πάλι διάδοση τον 17ου αιώνα. Ο Ολλανδός αστρονόμος Κρίστιαν Χούχενς (Christiaan Huygens, 1629-1695) πίστευε ότι στο διαστημικό κενό υπήρχε ένα αδιόρατο ρευστό, που «κυμάτιζε» τα φωτόνια, όπως ανάλογα ο αέρας δημιουργούσε κύματα για τη διάδοση του ήχου. Το υλικό αυτό το ονόμασε Αιθέρα, από τον Αριστοτέλη. Την ίδια άποψη υιοθέτησαν ο Καρτέσιος, ο Κοπέρνικος και ο Νεύτωνας. Μάλιστα ο τελευταίος υποστήριξε ότι υπήρχε Αιθέρας, προκειμένου να ικανοποιήσει την ανάγκη του για ένα «ακίνητο σύστημα αναφοράς» έτσι ώστε να εξηγήσει την κίνηση των ουράνιων σωμάτων.
Τον 19ο αιώνα ο Φάραντεϊ υποστήριξε την ύπαρξη του φωτοβόλου αιθέρα, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού. Στη συνέχεια ο Τζεημς Κλερκ Μάξγουελ (1831-1878), ορίζοντας τα πεδία ως καταστάσεις μηχανικής συμπίεσης ενός αόρατου αλλά υπαρκτού υλικού που γεμίζει το χώρο, του αιθέρα, πρόσθεσε ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα θα πρέπει να θεωρούνται ως ελαστικές συμπιέσεις του αιθέρα. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ήταν δονήσεις αυτού του ενδιάμεσου αβαρούς και ρευστού υλικού, εφόσον τα κύματα της θάλασσας είναι δονήσεις του νερού και του ήχου δονήσεις του αέρα.
Σύμφωνα με τον Μάξγουελ το κενό φαινόταν να ενεργεί διηλεκτρικά, σαν να ήταν «ηλεκτρικά πολωμένο». Προσπάθησε λοιπόν να προσφέρει κάποιο είδος μηχανικού μοντέλου για τη διάδοση του ηλεκτρομαγνητικού κύματος μέσα στο απόλυτο κενό. Έτσι φαντάστηκε ότι το κενό γεμίζει από τη μυστηριώδη ουσία του Αιθέρα, που υποστηρίζει και περικλείει τα χρονικά μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία –κάτι σαν παλλόμενο αλλά αόρατο «ζελέ» που διαποτίζει το σύμπαν. Το «τρεμούλιασμα» του αιθέρα ήταν η αιτία που το φως ταξίδευε μέσα του, ακριβώς όπως τα κύματα του νερού μεταδίδονται μέσω του νερού και ο ήχος μέσω του αέρα. Αυτό το παράξενο υλικό ήταν λεπτό, αέρινο, σχεδόν άυλο. Όλα τα ουράνια σώματα περνούσαν μέσα του χωρίς να επιβραδύνονται. Ήταν όμως αρκετά συμπαγής ώστε τα εγκάρσια κύματα να διαδίδονται με τεράστια ταχύτητα.
Ανάμεσα στους επιστήμονες του 19ου αιώνα που υπεράσπιζαν τη θεωρία του Αιθέρα ήταν και ο μεγαλοφυής Σερβοαμερικάνος Νίκολα Τέσλα, ο εφευρέτης των επαγωγικών κινητήρων εναλλασσόμενου ρεύματος, που έφεραν επανάσταση στην ηλεκτρομηχανική, καθώς και άλλων 700 πρωτοποριακών ευρεσιτεχνιών. Ο Τέσλα υποστήριζε πως: «Ένας ασύρματος πομπός δεν παράγει ερτζιανά κύματα, τα οποία είναι ένας μύθος, αλλά ηχητικά κύματα στον αιθέρα, που συμπεριφέρονται με κάθε τρόπο σαν αυτά στον αέρα, εκτός από το ότι, λόγω της μεγάλης ελαστικής δυνάμεως και εξαιρετικά μικρής πυκνότητας του μέσου, η ταχύτητα τους είναι αυτή του φωτός».
Οι επιστήμονες που υποστήριζαν τη θεωρία του Αιθέρα είχαν αποδειχθεί τις εξής αξιωματικές ιδιότητες του: Ο Αιθέρας υπάρχει παντού, γεμίζει όλο το σύμπαν, διαπερνά κάθε ύλη, είναι η πηγή κάθε ενέργειας, μεταβάλλεται σε ύλη ή μάζα. Εκπέμπει φως, αλλά είναι διαφανής. Δεν υπάρχει θερμότητα στον αιθέρα, δεν υπάρχει απώλεια ενέργειας. Ο Αιθέρας είναι ακίνητος, στάσιμος και αναπόδεικτος.
Όμως η θεωρία του Αιθέρα δεν έμελλε να έχει πολύ «επιστημονική ζωή» μπροστά της. Το 1887 οι φυσικοί Άλμπερτ Μίκελσον και Έντουαρτ Μόρλεϊ (Albert Michelson-Edward W. Morley), θέλοντας σαν επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του Αιθέρα, πραγματοποίησαν ένα πείραμα που απέδειξε ωστόσο πως αυτό το στοιχείο ήταν ανύπαρκτο. Σ’ αυτό το πείραμα απέδειξαν πως η ταχύτητα μιας δέσμης φωτός δεν μεταβάλλεται σε όποια κατεύθυνση ή απόσταση κι αν κινείται στην πειραματική διάταξη. Εφόσον λοιπόν δεν βρέθηκαν μεταβολές, αλλά «μηδενικό αποτέλεσμα», ο Αιθέρας δεν υπήρχε.
Από τότε η θεωρία του Αιθέρα θεωρούνταν προβληματική και αμφιλεγόμενη. Τη χαριστική βολή όμως την έδωσε το 1905 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν με τη Θεωρία της Σχετικότητας (Ε=mc²), που έδειξε πως δεν υπήρχε αιθέρας για να στηρίζει τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στο κενό. Τα κύματα διαδίδονται από μόνα τους. Διακηρύσσοντας πως τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία αποτελούν αυτούσιες οντότητες, που έχουν την ιδιότητα να ταξιδεύουν στο κενό διάστημα.
Μετά κι από την κατακεραύνωση του Αϊνστάιν ο Αιθέρας θεωρούνταν «επιστημονικά νεκρός». Όποιος ασχολούνταν μαζί του θεωρούνταν ρομαντικός, αν όχι «αιρετικός». Η ενασχόληση με τον Αιθέρα θεωρούνταν «ψευδοεπιστήμη» και στιγμάτιζε την «καλή φήμη» των επιστημόνων. Με τα χρόνια η λέξη Αιθέρας απέκτησε υποτιμητική σημασία. Ακόμη και σήμερα το επίθετο «αιθέριος» (Ethereal) σημαίνει τον «φευγάτο», αυτόν που βρίσκεται «στον κόσμο του».
Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν πάντα επιστήμονες κι ερευνητές που ριψοκινδύνευαν τη φήμη τους ασχολούμενοι με την «απαγορευμένη» θεωρία του Αιθέρα, ενώ κάποιοι αρνητές αυτής της θεωρίας έγιναν στη συνέχεια οπαδοί της. Ακόμη και ο ίδιος ο Αϊνστάιν πραγματοποίησε το 1920 μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο Leyden, όπου φαινόταν να είχε μεταβάλει τη στάση του σχετικά με τον Αιθέρα: «Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ο χώρος είναι προικισμένος με φυσικές ιδιότητες. Υπό αυτή την έννοια συνεπώς υπάρχει ένας Αιθέρας. Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ο χώρος χωρίς τον Αιθέρα είναι αδιανόητος, διότι σ’ έναν τέτοιο χώρο όχι μόνον δεν θα υπήρχε διάδοση του φωτός, αλλά επίσης καμιά πιθανότητα ύπαρξης των προτύπων του χώρου και του χρόνου, και συνεπώς ούτε χωροχρονικό συνεχές...».
Η κβαντική Φυσική καθώς και οι διάφορες θεωρίες για την Ενέργεια του Μηδενικού Σημείου ανάστησαν ως ένα βαθμό την ομιχλώδη και «απαγορευμένη» θεωρία του Αιθέρα. Εμφανίστηκαν έτσι οι λεγόμενοι νεοαιθεριστές, που υποστήριζαν τη σύγκλιση Φυσικής και μεταφυσικής. Ένας πρωτοπόρος νεοαιθεριστής ήταν και ο Βίλχελμ Ράιχ.Αυτός «ανακάλυψε» την οργόνη, μια αρχέγονη κοσμική ενέργεια που βρίσκεται παντού στο σύμπαν, και η οποία έχει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού Αιθέρα.
Το 1954 ο διακεκριμένος Άγγλος φυσικός P. A. M. Dirac αναρωτήθηκε σοβαρά για τη σκοπιμότητα η επιστήμη να ρίξει μια δεύτερη ματιά στη θεωρία του Αιθέρα: «H φυσική θεωρία που δεν βασίζεται στον αιθέρα φαίνεται πως έφθασε στο ανώτατο στάδιο και στο τέλος των δυνατοτήτων της. Ίσως δούμε στο Αιθέρα μια νέα ελπίδα για το μέλλον».
Ένας από αυτούς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Dirac ήταν και ο E. W. Silvertooth, ένας αμερικανός επιστήμονας από την Ουάσιγκτον. Το 1986 ο Silvertooth εκτέλεσε ένα πείραμα χρησιμοποιώντας εξοπλισμό λέιζερ και τις ειδικές γνώσεις του στην προωθημένη οπτική. Σ’ αυτό το πείραμα μετρήθηκε η κίνηση της Γης στο διάστημα. Υπολογίστηκε πως το ηλιακό μας σύστημα κινείται προς ολοταχώς προς τον αστερισμό του Λέοντα με ταχύτητα 400 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, δηλαδή 144.000 χιλιόμετρα την ώρα! Ο Silvertooth πέτυχε εκεί που οι Michelson-Morley απέτυχαν. Το γεγονός ότι μπορούσε να ανιχνευθεί η κίνηση της Γης στο διάστημα, σήμαινε ότι πρέπει να υπήρχε ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ο Αιθέρας. Ο Silvertooth χρησιμοποίησε για τα πειράματα του πανάκριβο εξοπλισμός και η έρευνα του στηρίχθηκε από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ κι από μια άλλη αμυντική υπηρεσία. Δεν είναι γνωστό αν επανέλαβε με επιτυχία το πείραμα του. Γνωστό είναι πάντως πως ένας Αυστριακός φυσικός υποστήριξε πως και ο ίδιος εντόπισε πειραματικά την ύπαρξη του Αιθέρα.
Σήμερα οι θεωρητικοί του Αιθέρα δεν τον βλέπουν ως ένα αόρατο υγρό, που βρίσκεται παντού στο σύμπαν. Αντίθετα λένε ότι είναι ένα σπειροειδές θεμέλιο του σύμπαντος, που δεν μπορεί να μετρηθεί με τα όργανα επειδή κινείται πολύ γρήγορα. Ο δρ Moray B. King από τη Γιούτα των ΗΠΑ δεν είναι ο μόνος επιστήμονας της «ενέργειας του χώρου», που πιστεύει πως ο Αιθέρας κινείται με σπειροειδή κίνηση. Ο Ινδός επιστήμονας Paramahamsa Tewari έχει την ίδια άποψη. Σύμφωνα μ’ αυτή το σύμπαν, σε κάθε κυβικό του εκατοστό, είναι γεμάτο από κολοσσιαία επίπεδα ενέργειας τα οποία κινούνται με εκπληκτικές ταχύτητες σε «μορφή δίνης». Αυτή είναι η αιτία που από τους γαλαξίες μέχρι και τα ηλεκτρόνια κυριαρχεί η σπειροειδής κίνηση.
Γιατί όμως η ενέργεια του Αιθέρα δεν μπορεί να εντοπιστεί και να χρησιμοποιηθεί ακόμη; Ένας επιστήμονας περιέγραψε την ενέργεια αυτή σαν δύο γιγάντιους, αόρατους ελέφαντες που σπρώχνουν ταυτοχρόνως από τις δύο πλευρές μια πόρτα. Όσο κι αν σπρώχνουν με ίσες δυνάμεις, η πόρτα δεν πρόκειται ν’ ανοίξει ούτε από τη μία πλευρά ούτε από την άλλη. Η άντληση της αιθερικής ενέργειας απαιτεί μια κατάλληλη διαφορά δυναμικού.
Οι θεωρητικοί της νέας Φυσικής πιστεύουν πως ο Αιθέρας δεν υπακούει στους περιβόητους Νόμους της Θερμοδυναμικής, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η ενέργεια δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε και να καταστραφεί, παρά μόνον ν’ αλλάξει μορφή. Γι’ αυτούς η ενέργεια πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Δεν χρειάζεται να δημιουργηθεί ή να καταστραφεί. Εκείνο που χρειάζεται είναι ένας νέος Αϊνστάιν, που θα ξεπεράσει τους νόμους διατήρησης της ενέργειας και θα δημιουργήσει το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχτεί η νέα αιθερική τεχνολογία (Aether Technology). Το πρόβλημα όμως είναι πως οι άνθρωποι αρνούνται να πιστέψουν πως έχουν απεριόριστες δυνατότητες εμπρός τους, αρκεί να εκμεταλλευτούν σωστά τη νοημοσύνη και τα ένστικτα τους. Ο πλανήτης μας ασφυκτιά κάτω από το σημερινό ενεργειακό μοντέλο, που βασίζεται στην καύση των ανθρακούχων ενώσεων. Η Γη δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Χρειάζεται επαναστάτες όχι αύριο, αλλά σήμερα. Όχι μόνον λόγια, αλλά και δράση. «Ο θρίαμβος του κακού είναι η απραξία του καλού» (Edmund Burke).Γιώργος Στάμκος
Στην αρχαιότητα πίστευαν πως όλος ο κόσμος ήταν γεμάτος από ένα υλικό λεπτό, αέρινο, σχεδόν άυλο, που οι Έλληνες ονόμαζαν Αιθήρ, οι Ινδοί Πράνα και οι Κινέζοι Τσι. Ο Πυθαγόρας πίστευε στην ύπαρξη του αιθέρα ως «πέμπτο στοιχείο» της Φύσης, ενώ οι ανατολικοί πολιτισμοί αποκαλούσαν το ίδιο στοιχείο Ακάσα (Akasha). Ο Αριστοτέλης υποστήριζε πως εκτός από τα τέσσερα στοιχεία (Γη, Ύδωρ, Αήρ και Πυρ) υπήρχε στη Φύση και ο Αιθήρ. Σύμφωνα με την άποψη του ο ουρανός διέφερε θεμελιακά από τον κόσμο, καθώς αποτελούνταν από ένα πέμπτο στοιχείο, τον αιθέρα, που ήταν και η «πέμπτη ουσία» της Φύσης (εξού και η λέξη πεμπτουσία). Ο Αριστοτέλης οδηγήθηκε σ’ αυτό το συμπέρασμα επειδή παρατήρησε πως όλα τα ουράνια σώματα είναι φωτεινά, διαγράφουν ατέρμονους κύκλους, είναι άφθαρτα κι αμετάβλητα. Επομένως κάποια άγνωστη μορφή ενέργειας θα έπρεπε να είναι υπεύθυνη γι’ αυτό.
Στους αιώνες που ακολούθησαν οι αλχημιστές, που αναζητούσαν την «πεμπτουσία», κράτησαν ζωντανή τη θεωρία του Αιθέρα. Στις συμβολικές απεικονίσεις των αλχημιστών ο Αιθέρας αντιπροσώπευε πάντα το κεφάλι (το «πέμπτο άκρο» του σώματος), ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία αντιπροσωπεύονταν από τα άλλα τέσσερα άκρα (χέρια και πόδια). Σύμφωνα μ’ αυτούς τους συμβολισμούς ο Αιθέρας θεωρούνταν ανώτερο στοιχείο της Φύσης και η «αιθερική» κατάσταση ως ένα από τα ανώτερα επίπεδα του «πνευματικού σώματος».
Στους επιστημονικούς και φιλοσοφικούς κύκλους η θεωρία του Αιθέρα γνώρισε και πάλι διάδοση τον 17ου αιώνα. Ο Ολλανδός αστρονόμος Κρίστιαν Χούχενς (Christiaan Huygens, 1629-1695) πίστευε ότι στο διαστημικό κενό υπήρχε ένα αδιόρατο ρευστό, που «κυμάτιζε» τα φωτόνια, όπως ανάλογα ο αέρας δημιουργούσε κύματα για τη διάδοση του ήχου. Το υλικό αυτό το ονόμασε Αιθέρα, από τον Αριστοτέλη. Την ίδια άποψη υιοθέτησαν ο Καρτέσιος, ο Κοπέρνικος και ο Νεύτωνας. Μάλιστα ο τελευταίος υποστήριξε ότι υπήρχε Αιθέρας, προκειμένου να ικανοποιήσει την ανάγκη του για ένα «ακίνητο σύστημα αναφοράς» έτσι ώστε να εξηγήσει την κίνηση των ουράνιων σωμάτων.
Τον 19ο αιώνα ο Φάραντεϊ υποστήριξε την ύπαρξη του φωτοβόλου αιθέρα, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού. Στη συνέχεια ο Τζεημς Κλερκ Μάξγουελ (1831-1878), ορίζοντας τα πεδία ως καταστάσεις μηχανικής συμπίεσης ενός αόρατου αλλά υπαρκτού υλικού που γεμίζει το χώρο, του αιθέρα, πρόσθεσε ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα θα πρέπει να θεωρούνται ως ελαστικές συμπιέσεις του αιθέρα. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ήταν δονήσεις αυτού του ενδιάμεσου αβαρούς και ρευστού υλικού, εφόσον τα κύματα της θάλασσας είναι δονήσεις του νερού και του ήχου δονήσεις του αέρα.
Σύμφωνα με τον Μάξγουελ το κενό φαινόταν να ενεργεί διηλεκτρικά, σαν να ήταν «ηλεκτρικά πολωμένο». Προσπάθησε λοιπόν να προσφέρει κάποιο είδος μηχανικού μοντέλου για τη διάδοση του ηλεκτρομαγνητικού κύματος μέσα στο απόλυτο κενό. Έτσι φαντάστηκε ότι το κενό γεμίζει από τη μυστηριώδη ουσία του Αιθέρα, που υποστηρίζει και περικλείει τα χρονικά μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία –κάτι σαν παλλόμενο αλλά αόρατο «ζελέ» που διαποτίζει το σύμπαν. Το «τρεμούλιασμα» του αιθέρα ήταν η αιτία που το φως ταξίδευε μέσα του, ακριβώς όπως τα κύματα του νερού μεταδίδονται μέσω του νερού και ο ήχος μέσω του αέρα. Αυτό το παράξενο υλικό ήταν λεπτό, αέρινο, σχεδόν άυλο. Όλα τα ουράνια σώματα περνούσαν μέσα του χωρίς να επιβραδύνονται. Ήταν όμως αρκετά συμπαγής ώστε τα εγκάρσια κύματα να διαδίδονται με τεράστια ταχύτητα.
Ανάμεσα στους επιστήμονες του 19ου αιώνα που υπεράσπιζαν τη θεωρία του Αιθέρα ήταν και ο μεγαλοφυής Σερβοαμερικάνος Νίκολα Τέσλα, ο εφευρέτης των επαγωγικών κινητήρων εναλλασσόμενου ρεύματος, που έφεραν επανάσταση στην ηλεκτρομηχανική, καθώς και άλλων 700 πρωτοποριακών ευρεσιτεχνιών. Ο Τέσλα υποστήριζε πως: «Ένας ασύρματος πομπός δεν παράγει ερτζιανά κύματα, τα οποία είναι ένας μύθος, αλλά ηχητικά κύματα στον αιθέρα, που συμπεριφέρονται με κάθε τρόπο σαν αυτά στον αέρα, εκτός από το ότι, λόγω της μεγάλης ελαστικής δυνάμεως και εξαιρετικά μικρής πυκνότητας του μέσου, η ταχύτητα τους είναι αυτή του φωτός».
Οι επιστήμονες που υποστήριζαν τη θεωρία του Αιθέρα είχαν αποδειχθεί τις εξής αξιωματικές ιδιότητες του: Ο Αιθέρας υπάρχει παντού, γεμίζει όλο το σύμπαν, διαπερνά κάθε ύλη, είναι η πηγή κάθε ενέργειας, μεταβάλλεται σε ύλη ή μάζα. Εκπέμπει φως, αλλά είναι διαφανής. Δεν υπάρχει θερμότητα στον αιθέρα, δεν υπάρχει απώλεια ενέργειας. Ο Αιθέρας είναι ακίνητος, στάσιμος και αναπόδεικτος.
Όμως η θεωρία του Αιθέρα δεν έμελλε να έχει πολύ «επιστημονική ζωή» μπροστά της. Το 1887 οι φυσικοί Άλμπερτ Μίκελσον και Έντουαρτ Μόρλεϊ (Albert Michelson-Edward W. Morley), θέλοντας σαν επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του Αιθέρα, πραγματοποίησαν ένα πείραμα που απέδειξε ωστόσο πως αυτό το στοιχείο ήταν ανύπαρκτο. Σ’ αυτό το πείραμα απέδειξαν πως η ταχύτητα μιας δέσμης φωτός δεν μεταβάλλεται σε όποια κατεύθυνση ή απόσταση κι αν κινείται στην πειραματική διάταξη. Εφόσον λοιπόν δεν βρέθηκαν μεταβολές, αλλά «μηδενικό αποτέλεσμα», ο Αιθέρας δεν υπήρχε.
Από τότε η θεωρία του Αιθέρα θεωρούνταν προβληματική και αμφιλεγόμενη. Τη χαριστική βολή όμως την έδωσε το 1905 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν με τη Θεωρία της Σχετικότητας (Ε=mc²), που έδειξε πως δεν υπήρχε αιθέρας για να στηρίζει τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στο κενό. Τα κύματα διαδίδονται από μόνα τους. Διακηρύσσοντας πως τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία αποτελούν αυτούσιες οντότητες, που έχουν την ιδιότητα να ταξιδεύουν στο κενό διάστημα.
Μετά κι από την κατακεραύνωση του Αϊνστάιν ο Αιθέρας θεωρούνταν «επιστημονικά νεκρός». Όποιος ασχολούνταν μαζί του θεωρούνταν ρομαντικός, αν όχι «αιρετικός». Η ενασχόληση με τον Αιθέρα θεωρούνταν «ψευδοεπιστήμη» και στιγμάτιζε την «καλή φήμη» των επιστημόνων. Με τα χρόνια η λέξη Αιθέρας απέκτησε υποτιμητική σημασία. Ακόμη και σήμερα το επίθετο «αιθέριος» (Ethereal) σημαίνει τον «φευγάτο», αυτόν που βρίσκεται «στον κόσμο του».
Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν πάντα επιστήμονες κι ερευνητές που ριψοκινδύνευαν τη φήμη τους ασχολούμενοι με την «απαγορευμένη» θεωρία του Αιθέρα, ενώ κάποιοι αρνητές αυτής της θεωρίας έγιναν στη συνέχεια οπαδοί της. Ακόμη και ο ίδιος ο Αϊνστάιν πραγματοποίησε το 1920 μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο Leyden, όπου φαινόταν να είχε μεταβάλει τη στάση του σχετικά με τον Αιθέρα: «Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ο χώρος είναι προικισμένος με φυσικές ιδιότητες. Υπό αυτή την έννοια συνεπώς υπάρχει ένας Αιθέρας. Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ο χώρος χωρίς τον Αιθέρα είναι αδιανόητος, διότι σ’ έναν τέτοιο χώρο όχι μόνον δεν θα υπήρχε διάδοση του φωτός, αλλά επίσης καμιά πιθανότητα ύπαρξης των προτύπων του χώρου και του χρόνου, και συνεπώς ούτε χωροχρονικό συνεχές...».
Η κβαντική Φυσική καθώς και οι διάφορες θεωρίες για την Ενέργεια του Μηδενικού Σημείου ανάστησαν ως ένα βαθμό την ομιχλώδη και «απαγορευμένη» θεωρία του Αιθέρα. Εμφανίστηκαν έτσι οι λεγόμενοι νεοαιθεριστές, που υποστήριζαν τη σύγκλιση Φυσικής και μεταφυσικής. Ένας πρωτοπόρος νεοαιθεριστής ήταν και ο Βίλχελμ Ράιχ.Αυτός «ανακάλυψε» την οργόνη, μια αρχέγονη κοσμική ενέργεια που βρίσκεται παντού στο σύμπαν, και η οποία έχει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού Αιθέρα.
Το 1954 ο διακεκριμένος Άγγλος φυσικός P. A. M. Dirac αναρωτήθηκε σοβαρά για τη σκοπιμότητα η επιστήμη να ρίξει μια δεύτερη ματιά στη θεωρία του Αιθέρα: «H φυσική θεωρία που δεν βασίζεται στον αιθέρα φαίνεται πως έφθασε στο ανώτατο στάδιο και στο τέλος των δυνατοτήτων της. Ίσως δούμε στο Αιθέρα μια νέα ελπίδα για το μέλλον».
Ένας από αυτούς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Dirac ήταν και ο E. W. Silvertooth, ένας αμερικανός επιστήμονας από την Ουάσιγκτον. Το 1986 ο Silvertooth εκτέλεσε ένα πείραμα χρησιμοποιώντας εξοπλισμό λέιζερ και τις ειδικές γνώσεις του στην προωθημένη οπτική. Σ’ αυτό το πείραμα μετρήθηκε η κίνηση της Γης στο διάστημα. Υπολογίστηκε πως το ηλιακό μας σύστημα κινείται προς ολοταχώς προς τον αστερισμό του Λέοντα με ταχύτητα 400 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, δηλαδή 144.000 χιλιόμετρα την ώρα! Ο Silvertooth πέτυχε εκεί που οι Michelson-Morley απέτυχαν. Το γεγονός ότι μπορούσε να ανιχνευθεί η κίνηση της Γης στο διάστημα, σήμαινε ότι πρέπει να υπήρχε ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ο Αιθέρας. Ο Silvertooth χρησιμοποίησε για τα πειράματα του πανάκριβο εξοπλισμός και η έρευνα του στηρίχθηκε από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ κι από μια άλλη αμυντική υπηρεσία. Δεν είναι γνωστό αν επανέλαβε με επιτυχία το πείραμα του. Γνωστό είναι πάντως πως ένας Αυστριακός φυσικός υποστήριξε πως και ο ίδιος εντόπισε πειραματικά την ύπαρξη του Αιθέρα.
Σήμερα οι θεωρητικοί του Αιθέρα δεν τον βλέπουν ως ένα αόρατο υγρό, που βρίσκεται παντού στο σύμπαν. Αντίθετα λένε ότι είναι ένα σπειροειδές θεμέλιο του σύμπαντος, που δεν μπορεί να μετρηθεί με τα όργανα επειδή κινείται πολύ γρήγορα. Ο δρ Moray B. King από τη Γιούτα των ΗΠΑ δεν είναι ο μόνος επιστήμονας της «ενέργειας του χώρου», που πιστεύει πως ο Αιθέρας κινείται με σπειροειδή κίνηση. Ο Ινδός επιστήμονας Paramahamsa Tewari έχει την ίδια άποψη. Σύμφωνα μ’ αυτή το σύμπαν, σε κάθε κυβικό του εκατοστό, είναι γεμάτο από κολοσσιαία επίπεδα ενέργειας τα οποία κινούνται με εκπληκτικές ταχύτητες σε «μορφή δίνης». Αυτή είναι η αιτία που από τους γαλαξίες μέχρι και τα ηλεκτρόνια κυριαρχεί η σπειροειδής κίνηση.
Γιατί όμως η ενέργεια του Αιθέρα δεν μπορεί να εντοπιστεί και να χρησιμοποιηθεί ακόμη; Ένας επιστήμονας περιέγραψε την ενέργεια αυτή σαν δύο γιγάντιους, αόρατους ελέφαντες που σπρώχνουν ταυτοχρόνως από τις δύο πλευρές μια πόρτα. Όσο κι αν σπρώχνουν με ίσες δυνάμεις, η πόρτα δεν πρόκειται ν’ ανοίξει ούτε από τη μία πλευρά ούτε από την άλλη. Η άντληση της αιθερικής ενέργειας απαιτεί μια κατάλληλη διαφορά δυναμικού.
Οι θεωρητικοί της νέας Φυσικής πιστεύουν πως ο Αιθέρας δεν υπακούει στους περιβόητους Νόμους της Θερμοδυναμικής, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η ενέργεια δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε και να καταστραφεί, παρά μόνον ν’ αλλάξει μορφή. Γι’ αυτούς η ενέργεια πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Δεν χρειάζεται να δημιουργηθεί ή να καταστραφεί. Εκείνο που χρειάζεται είναι ένας νέος Αϊνστάιν, που θα ξεπεράσει τους νόμους διατήρησης της ενέργειας και θα δημιουργήσει το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχτεί η νέα αιθερική τεχνολογία (Aether Technology). Το πρόβλημα όμως είναι πως οι άνθρωποι αρνούνται να πιστέψουν πως έχουν απεριόριστες δυνατότητες εμπρός τους, αρκεί να εκμεταλλευτούν σωστά τη νοημοσύνη και τα ένστικτα τους. Ο πλανήτης μας ασφυκτιά κάτω από το σημερινό ενεργειακό μοντέλο, που βασίζεται στην καύση των ανθρακούχων ενώσεων. Η Γη δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Χρειάζεται επαναστάτες όχι αύριο, αλλά σήμερα. Όχι μόνον λόγια, αλλά και δράση. «Ο θρίαμβος του κακού είναι η απραξία του καλού» (Edmund Burke).Γιώργος Στάμκος