Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη

 
 
                                Η μελοποίηση του "Μονογράμματος" του Οδυσσέα Ελύτη από τον Γιάννη Ζουγανέλη είναι χρονολογικά η πρώτη (1983) και η πιο δυσεύρετη.
Η περιπετειώδης ιστορία της έχει ως εξής:
1982. Αθήνα. Τρίτη βράδυ.
Στο δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΤ στο ραδιόφωνο, η Μαρία Παξινού και ο Γιάννης Ζουγανέλης κάνουν, όπως κάθε Τρίτη, την εκπομπή «Τρίτη βράδυ με ποίηση». Ο Γιάννης, για πρώτη φορά αναμεταδίδει ζωντανά μια δική του μελοποίηση σε ένα κομμάτι από το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη.«Πενθώ τον ήλιο»
Ο Νίκος Δήμου (γνωστός συγγραφέας και blogger στις μέρες μας) είναι ένας από τους ακροατές της εκπομπής. Δεν διστάζει να επικοινωνήσει με τον Γιάννη Ζουγανέλη και να του μεταφέρει την χαρά, την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση του Οδυσσέα Ελύτη που άκουσε το συγκεκριμένο απόσπασμα μελοποιημένο. Ο ίδιος ο Ελύτης, μέσω του Νίκου Δήμου, ζητάει από τον Γιάννη Ζουγανέλη να μελοποιήσει όλο το «Μονόγραμμα» με σκοπό να εκδοθεί σε δίσκο Ο Γιάννης κάνει την μελοποίηση.
Στα τέλη του 1982 μπαίνει στο στούντιο και ξεκινάει να ηχογραφεί το «Μονόγραμμα». Ο Μίνως Μάτσας αναλαμβάνει την παραγωγή ενώ η ηχογράφηση γίνεται στο στούδιο PDR του Πάνου Δράκου με την συμμετοχή εξαιρετικών μουσικών:
Τραγουδούν ο συνθέτης και η Ισιδώρα Σιδέρη, ενώ συμμετέχουν η Δήμητρα Γαλάνη και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ενορχήστρωση είναι του Γιάννη Ζουγανέλη ενώ είναι η πρώτη συμμετοχή του Βασίλη Σαλέα σε δισκογραφική δουλειά.
Το υλικό είναι έτοιμο για έκδοση όταν για άγνωστους μέχρι σήμερα λόγους, ο Οδυσσέας Ελύτης ζητάει ξαφνικά από τον Μίνω Μάτσα ένα αστρονομικό ποσό για την παραχώρηση των δικαιωμάτων του «Μονογράμματος». Ο Μάτσας, αδυνατεί να βρεί τα χρήματα αυτά και έτσι η δουλειά μένει στο συρτάρι...
 

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Ιατρόπουλος: Ορκίζομαι




Γράφει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος
Ορκίζομαι,Στο Ξεχωριστό και στο Ιδιαίτερο,
Αυτής εδώ της Πατρίδας.Στις πανάρχαιες πεδιάδες της.
Στα ζωντανά βουνά και στα ιερά ποτάμια της.
Στις Αρχαίες κολώνες.
Στα γεμάτα σοφία και υπομονή βράχια
Του Αρχιπελάγους της.
Στα χαρακωμένα πρόσωπα των γερόντων της.Στα παραμύθια της γιαγιάς
Και στο πρώτο σκίρτημα της άνοιξης.
Στα ματωμένα ρούχα των ηρώων
,
Και στις στολές των πολεμιστών
Που θάφτηκαν στο χιόνι..

ΟρκίζομαιΣτον Έρωτα που ποτέ δεν ρωτάει,
Και στην Αγάπη που απαντάει σε όλα..

ΟρκίζομαιΣτο αιώνιο κάλεσμα των ανέμων
Που περνάνε τραγουδώντας
Πάνω απ τα νησιά μας,
Στην περικεφαλαία της Αθηνάς
Που την χάρισε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη,Στα αγόρια που παίζανε αμπάριζα και πρωτελιά,
Στα κορίτσια που παίζανε κουτσό και σχοινάκι,
Στις ασβεστωμένες πέτρες
Που στολίζανε τα πεύκα στην κατασκήνωση,
Στο Σωτήρη Πέτρουλα
Και στον Αλέκο Παναγούλη,Στα πανάρχαια τραγούδια μας,
Και στους χιλιάδες ποιητές μας.

ΟρκίζομαιΣτους Θεούς και στον Θεό,
Στον προστάτη ΧριστόΚαι στο Χρήστο που έλιωσε στη φυλακή
Χωρίς προστάτη,
Στη Μαρία που την σακάτεψε η ηρωίνη,
Και στην Κατερίνα που κοιμήθηκε για πάντα
Μέσα στα ποιήματά της,
Στον Παύλο που στήθηκε στο απόσπασμα Τραγουδώντας
Και στο τελευταίο χαμόγελο του Ευαγόρα
Μπροστά στο ικρίωμα..
ΟρκίζομαιΣτους χιλιάδες αδελφούς μου,
Που
αυτοπυροβολήθηκαν,
Πνίγηκαν, κρεμάστηκαν, και φεύγουν Καθημερινά,
Τούτες τις ύπουλες μέρες,
Επειδή οι προδότες, τους βουλιάξανε
Στο βρομερό παιχνίδι τους..

ΟρκίζομαιΣτους Αγέννητους ΄Ελληνες,
Στα παιδιά και στα εγγόνια μας,
Που περιμένουν με υπομονή να κατεβούν Ανάμεσά μας
Για να βρούνε μια πατρίδα καθαρή
Και προκομμένη
.
ΟρκίζομαιΣτα όνειρα που ακόμη δεν πήραν εκδίκησηΌπως το ζήτησεν ο Ποιητής,
Στο σκονισμένο εικονοστάσι
Και στον ερειπωμένο καφενέ,
Στους χιλιάδες περήφανους συμπατριώτες μου,
Που ανοίγουν στα συσσίτια το στόμα τους,
Σαν τα πρωτόβγαλτα χελιδόνια
Για μια μπουκιά ψωμί..
Ορκίζομαι τέλος,Στο πανάγιο αίμα και στο άγριο βλέμμα
Των ανθρώπων της φυλής μου
‘Ότι αυτήν εδώ την Πατρίδα:

Δεν θα τη χαρίσω σε κανέναν ξένο
Δεν θα την εκχωρήσω σε κανέναν προδότη
Δεν θα την υποθηκεύσω σε κανέναν τοκογλύφο
Δεν θα την ξευτιλίσω για χατίρι κανενός
Πουλημένου πολιτικού καθάρματος...

Και θα πράξω ότι περνάει απ το χέρι μου
Μέσα από τους Νόμους και τους Θεσμούς
Της Δημοκρατίας μου,
Που Εγώ ίδρυσα εδώ και χιλιάδες χρόνια
Για λογαριασμό όλης της Ανθρωπότητας,
Ώστε να ξανασηκωθεί όρθια
Και να προκόψει ξανά.
Όμως, αν οι εχθροί μου,Οι ντόπιοι προδότες κι οι ξένοι εισβολείς,
Δεν ακούσουν τη φωνή μου μέσα από το Νόμο,
Τότε θα τραβήξω την κουρτίνα της Ιστορίας μου
Και θα σύρω για μιαν ακόμη φορά,
Το παλιό μαχαίρι απ το θηκάρι.
Ορκίζομαι
να ζήσω
Σε μιαν ελεύθερη Ελλάδα
Και να πεθάνω όπως μου ταιριάζει,
Όταν έρθει η ώρα μου,
Σαν ελεύθερος Έλληνας...


πηγή:kostasxan

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

25η Μαρτίου 1942 - Οδυσσέας Ελύτης - Η Μεγάλη Έξοδος


Αυτά έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Το Άξιον Εστί» για τη νεολαία της Αθήνας που διαδήλωσε στις 25 Μαρτίου 1942.
 
Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική τά παιδιά καί λάβανε τήν ἀπόφαση, ἐπειδή τά κακά μαντάτα πλήθαιναν στήν πρωτεύουσα, νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες μέ τό μόνο πρᾶγμα...
πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο, μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου είχε κράτος ἡ Ἄνοιξη.

Καί ἐπειδή σίμωνε ἡ μέρα πού τό Γένος εἶχε συνήθειο νά γιορτάζει τόν ἄλλο Σηκωμό, τή μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιά τήν Ἔξοδο. Καί νωρίς ἐβγήκανε καταμπροστά στόν ἥλιο, μέ πάνου ὡς κάτου ἁπλωμένη τήν ἀφοβιά σά σημαία, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες. Καί ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καί γυναῖκες, καί λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια. Ὅπου έβλεπες ἄξαφνα στήν ὄψη τους τόσες χαρακιές, πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα.
 
Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν. Καί φορές τρεῖς μέ τό μάτι ἀναμετρῶντας τό ἔχει τους, λάβανε τήν ἀπόφαση νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες, μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά πήχη φωτιά κάτω ἀπ’ τά σίδερα, μέ τίς μαῦρες κάνες καί τά δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτέ δέν ἔβγαλαν. Καί χτυπούσανε ὅπου νά ‘ναι, σφαλῶντας τά βλέφαρα μέ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τούς κυρίευε. Σάν νά μήν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ, γιά νά περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός, καί νά τόν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, τή Γαλήνη πού έμελλαν νά γίνουν, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες, καί οἱ ἄντρες, καί οἱ γυναῖκες, καί οἱ λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια.

Καί περάσανε μέρες πολλές μέσα σέ λίγην ὥρα. Καί θερίσανε πλῆθος τά θηρία, καί άλλους ἐμάζωξαν. Καί τήν άλλη μέρα ἐστήσανε στόν τοῖχο τριάντα.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

Nάμαστε έτοιμοι. Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.




Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα, βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπήρουνα και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα...
Ρωμιοσύνη
Ρίτσος Γιάννης

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Σουρής, καυστικός και διαχρονικός

 Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;


πηγή:kostashan

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Η πικραγαπημένη πατρίδα

Σαράκι η έγνοια για σένα,
πικραγαπημένη πατρίδα,
με σπρώχνει στα ξένα,
απονευρώνει κάθ’ ελπίδα.


Εγώ, με την απόγνωση μου σε πληγώνω.
Και με το χάος σου μ’ αντιρραπίζεις σύ.
Στη θύμιση τ' αρχαίου κλέους δυναμώνω.
Μα με συνθλίβ' η τωρινή σου εποχή.


Πόση γαλήνη κι αισθητική τελείωση,
καθώς περιδιαβάζω στων μνημείων τα ερείπια!
Μα των σπασμένων μάρμαρων η αναβίωση
είναι πια χίμαιρα ενύπνια...


Το βουητό στους δρόμους δε μαρτυρεί δυναμισμό.
Άναρχη κίνηση παντού μας περιζώνει.
Τ' άγρια πάθη επιτείνουν τον εκφυλισμό.
Ο ρύπος την αρχαία λάμψη αμαυρώνει.


Προσπέφτω στων παθών σου το θρήνο, πατρίδα.
Ντρέπομαι της απόγνωσης μου τον καημό.
Στων συνθημάτων πια δέν μεθώ την κάλπικη ελπίδα.
Το μόχθο και τη φλόγα της δημιουργίας έχω πιά για οδηγό.



                                                   Κώστας Ε.Μπέης

                                         ομότιμος καθηγητής τής Nομικής

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Σαν σήμερα (01-04-1902) γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη
Μας κληροδότησε σημαντικό ποιητικό έργο παρά την σύντομη ζωή της
Σαν σήμερα (01-04-1902) γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη
Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.
                  Μαρία Πολυδούρη
 
 
 
 
                           
 
7  φωτογραφίες

Ήταν μόλις 28 ετών όταν έφυγε από τη ζωή, μια ζωή γεμάτη ποίηση, έρωτα και θλίψη.
Πρόκειται για την ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής Μαρία Πολυδούρη (01-04-1902).
Η ιστορία της είναι συνδεδεμένη με αυτή του ομότεχνού της Κώστα Καρυωτάκη.
Εξάλλου, δεν μπορεί να διαβάσει κανείς Πολυδούρη αν δεν γνωρίζει την επίδραση που άσκησε στη ζωή και το έργο της ο Καρυωτάκης.
Με τον Καρυωτάκη γνωρίστηκαν στην Αθήνα, όταν η Μαρία σπούδαζε στη Νομική Σχολή. Ήταν 20 ετών τότε και ο Κώστας 26. Εργάζονταν στην ίδια υπηρεσία, στη Νομαρχία Αθηνών. Σχεδόν αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας δυνατός έρωτας που καθόρισε τόσο τη ζωή όσο και το έργο της.
Η γνωριμία τους μετρούσε μετά βίας ένα εξάμηνο, όταν το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα.
Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Ακόμα και ύστερα από τον χωρισμό τους, η Πολυδούρη εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη με τον Καρυωτάκη, παρόλο που στη ζωή της, το 1924, είχε «μπει» ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου με τον οποίο και αρραβωνιάστηκε  στις αρχές του 1925.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα.
Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε και τη Νομική.
Στη συνέχεια άλλαξε πορεία. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τη νοσηλεία της στη «Σωτηρία» όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, «Ηχώ στο χάος».
Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.
Το έργο
Το ποιητικό της έργο διαπνέεται από το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής, ενώ ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δυο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Έντονες είναι οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις.
Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της Κώστα Καρυωτάκη αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια.

Κοντά σου (Μαρία Πολυδούρη)

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή






 
πηγή:tovima.gr

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Τα 'μαθες τα νέα πατέρα;


Τα 'μαθες τα νέα πατέρα;


Έγινα πια Πρωθυπουργός! θα το θωρείς πατέρα…
όλα εδώ αλλάζουνε, μέρα με την …ημέρα!

Με σένα βγήκε ο λαός, κι αντίκρισε τον …Ήλιο!
Πατέρα, αυτό δεν άρεσε, καθόλου στην υφήλιο!

Οι αγορές πατέρα μου, μας βλέπουν σαν βαρίδια!
Τέλειωσαν οι Πολιτικοί που είχατε …………….
 
 
πηγή:μαλακές κουβέντες
!

Πατέρα εσύ! κι ο Μιτεράν! και ο Φελίπ Γκοντζάλες
ποτέ δεν θα αφήνατε, να κυβερνούν …κουφάλες…

Έφερα εδώ το Δ.Ν.Τ.! Πατέρα μου! Τι λάθη…
Παρακαλώ σε ο …Παππούς ποτέ να μη το …μάθει!

Και τι ντροπή πατέρα μου, κι οι …Τούρκοι στην Αθήνα!
Δήθεν για ….συμπαράσταση! κι ο φταίχτης στην …Ραφήνα…

Γίναμε πρώτη είδηση, στα πλάτη και στα μήκη!
Πήρα αγκαλιά τον Ερτογάν! Τον πήγα και στον …Μίκη!

Είν’ το Αιγαίο διάτρητο! τι θες; πληγές να ξύσεις;
Εσύ Πατέρα το Σισμίκ, στο τσακ να το …βυθίσεις!

Μάλλον Πατέρα εξόκειλα, Την έκανα την …γκέλα!
απ’ το ΠΑΣΟΚ εκράτησα, μονάχα την …ταμπέλα!

Τώρα Πατέρα ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ φωνάζουν!
Δεν τη νε βγάζω καθαρή, τα ….στρώματα στενάζουν

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Κόρακας ....κοράκου μάτι!


Βουλευτές με ...ασυλία
κυβερνούν αυτή τη Χώρα
και κρατούν «διπλά βιβλία»
να μη βγαίνουνε στη ...φόρα!

Πάντα ίδια η εξουσία
μ’ ανομήματα γεμάτη
Και δεν βγάζει στην ...ουσία
κόρακας κοράκου μάτι!

Παραβαίνουν τη Διαθήκη

και τις Δέκα Εντολές...
μα πριν φτάσουνε σε ...δίκη
έρχονται οι ...παραγραφές!

Πάντα ίδια η εξουσία
μ’ ανομήματα γεμάτη
Και δεν βγάζει στην ...ουσία
κόρακας κοράκου μάτι!
 
πηγή :μαλακές κουβέντες

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ!

 


Εγώ είμαι του «συστήματος»
και συ στα ...πεζοδρόμια!
Είμαι μικρός κι ασήμαντος
κι η τάξη μας ανόμοια!

Μπροστάρισσα!
στο κίνημα των δρόμων
«ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ»!
Κι εγώ που σε γουστάρισα
μπάρες θα σου σηκώνω!

Πάρε με στις πορείες σου...
να μπω στα πρώτα βήματα
και μες στις απεργίες σου
να μάθω για κινήματα!

Μπροστάρισσα!
στο κίνημα των δρόμων
«ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ»!
Κι εγώ που σε γουστάρισα
μπάρες θα σου σηκώνω!

Μη με αφήνεις μόνο μου
-Γουστάρω τις ιδέες σου!
Είσαι το οξυγόνο μου
και μ΄ έλκουν οι ...σημαίες σου!

Μπροστάρισσα!
στο κίνημα των δρόμων
«ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ»!
Κι εγώ που σε γουστάρισα
πηγή:μαλακές κουβέντες

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Στα βενζινάδικα...


Το ρεζερβουάρ γεμάτο
το χειρόφρενο μου ...κάτω!
κι ...αφηνιασμένα τ’ άλογα
στου κόσμου τα παράλογα!

Τη ζωή μου εγώ γκαζώνω
και στους ...Υπουργούς τα “χώνω”!
Όμως πληρώνω τ’ άδικα
μέσα στα βενζινάδικα!

Καύσιμα φουλαρισμένο
τ΄ όχημα μου …”πειραγμένο”
Δεν κάνω άλλη δήλωση
στη ...σκόρπια τη διαδήλωση!

Τη ζωή μου εγώ γκαζώνω
και στους ...Υπουργούς τα “χώνω”!
Όμως πληρώνω τ’ άδικα
μέσα στα βενζινάδικα!
πηγή:μαλακές κουβέντες

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Ψιλή, δασεία, περισπωμένη.....




Τα γράμματα σου βρήκα
σε κάποιο μου συρτάρι....
Στα όνειρα μου σ' είχα
Μα ποιος να σ' 'εχει πάρει....

Ψιλή, δασεία, περισπωμένη
που να 'σαι τώρα αγαπημένη!
Περισπωμένη, ψιλή, δασεία
μου έχεις μείνει στην φαντασία!

Τα γράμματα σου κήπος
άνθη και ευωδία...
μες στην καρδιά μου χτύπος
καινούργια μελωδία

Ψιλή, δασεία, περισπωμένη
που να 'σαι τώρα αγαπημένη!
Περισπωμένη, ψιλή, δασεία
μου έχεις μείνει στην φαντασία!

Τα γράμματα σου τώρα
κάθομαι και διαβάζω...
κι αν πέρασε η ώρα
σελίδα δεν αλλάζω...

Ψιλή, δασεία, περισπωμένη
που να 'σαι τώρα αγαπημένη!
Περισπωμένη, ψιλή, δασεία
μου έχεις μείνει στην φαντασία!
 
πηγή:μαλακές κουβέντες

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Απούσες καλημέρες....


 Από τον Γιώργο Κανλή

Έχω ένα πορτοφόλι,
χρόνια τώρα δίχως σέντς,
άνθρωπος δε με ζυγώνει,
κόπηκαν οι επαφές.
#
Παρελθόν οι καλημέρες,
παρελθόν οι Κυριακές,
οι παλιές μου οι αγάπες
δήλωσαν απών κι αυτές.
#
Στο τηλέφωνο μου παίρνω
κάποιο φίλο αδελφικό,
κλείσε μου ΄πε θα σε πάρω
με το...
 πρώτο μου ρεπό.
#
Το Λενάκι απ΄τη Τούμπα
χρόνια χάθηκε κι αυτό,
αν η τσέπη δεν βροντάει
μοιάζεις με μηδενικό.
#
Όλοι δήλωσαν απόντες,
δεν με σκέφτηκε κανείς,
τις απούσες καλημέρες,
άιντε ψάξε να τις βρεις...
 
πηγή:press-gr