Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

"Τα ίχνη του ερωτικού συναισθήματος χάνονται στην αυγή της ιστορίας" / του Ζαν-Κλοντ Μπολόν





Μαριάν Μενιέ (Marianne Meunier, ΜΜ): Η αγάπη υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς;

Ζαν-Κλοντ Μπολόν (Jean-Claude BologneJCB): Σε όλους τους πολιτισμούς της δύσης που κατορθώσαμε να ερευνήσουμε, βρήκαμε πως στις σχέσεις μεταξύ ανδρών γυναικών πάντοτε υπήρχαν πτυχές που υπερβαίνουν την φυσική έλξη. Δεν μιλάμε πάντοτε κατ' ανάγκη για το ίδιο πράγμα, αλλά υπάρχει παντού κάτι παραπάνω: στην αρχαία Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Ρώμη...

ΜΜΤι είναι αυτό το «κάτι παραπάνω»;

JCB: Είναι πάντοτε συναισθηματικής τάξεωςυπερβαίνει την φυσική έλξη ή την ανάγκη για αναπαραγωγή και εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Στα ερωτικά αιγυπτιακά τραγούδια, που χρονολογούνται το 1500 π.Χ και συνιστούν την πρώτη έκφραση ερωτικού συναισθήματος στον δυτικό πολιτισμό, βρίσκουμε ήδη την θεματολογία που θα χαρακτηρίζει έκτοτε το ερωτικό συναίσθημα: ο έρωτας κατοικοεδρεύει στην καρδιά, περιγράφεται σαν ασθένεια ή σαν παγίδα που στήνει ο άνδρας στην γυναίκα, σαν σκάνδαλο για τους γονείς. Βρίσκουμε επίσης την αγάπη των γονέων προς τα παιδιά, π.χ. στην περίπτωση του Αμενόφι Δ' και της ΝεφερτίτηςΌσο παλιά κι αν πάμε στην ιστορία, βρίσκουμε πάντοτε την ανάγκη οι σχέσεις να θεμελιώνονται σε συναισθήματα.

ΜΜΜπορούμε να πούμε πως το συναίσθημα της αγάπης εξελίσσεται συν τω χρόνω;

JCB: Όλα τα συστατικά της αγάπης είναι εξ αρχής παρόντα, αλλά κάθε πολιτισμός τα ανασυνθέτει σε μια κάπως διαφορετική εκδοχή της. Στην κλασική Αθήνα π.χ. το γεγονός πως οι γυναίκες είναι έγκλειστες στους γυναικωνίτες, από όπου δεν επιτρέπεται να βγουν αυτοβούλως και οι γάμοι είναι αυστηρά ρυθμισμένοι (π.χ. απαγορεύεται ο γάμος με μια ξένη) υποδηλώνει πως η αγάπη δεν θεωρείται σημαντική για την συγκρότηση του ζεύγους.

Αυτό όμως δεν αποκλείει την ύπαρξη της αγάπης: το κλασικότερο παράδειγμα είναι η αγάπη τουΠερικλή προς την Ασπασία, που είναι επιπλέον ξένη, κάτι που καθιστά την σχέση τους καταδικαστέα από ηθικής απόψεως, μιας που η αγάπη που της έδειχνε ήταν εκ των πραγμάτων ισχυρότερη από το συναίσθημα της υπακοής του στους νόμους της πατρίδας του.

Αλλά βρίσκουμε και στην Βίβλο μερικές ωραίες ερωτικές ιστορίες, με κορυφαία εκείνη του Ιακώβκαι της ΡαχήλΑλλά εδώ η ερωτική σχέση εντάσσεται στους κοινωνικούς κανόνες, όπως π.χ. εκείνον που καθορίζει πως η μεγαλύτερη αδερφή οφείλει να παντρευτεί πριν την νεότερη, κάτι που εξαναγκάζει τον Ιακώβ να νυμφευθεί πρώτα την αδερφή της Ραχήλ Λεία, και μετά την αγαπημένη του.

ΜΜΓιατί το ερωτικό συναίσθημα θεωρήθηκε τόσο πολύ συχνά ως εμπόδιο στην καθεστηκυία τάξη;

JCB: Ο έρωτας γίνεται αντιληπτός ως παράγων κοινωνικής αταξίας από την στιγμή που ο γάμος θεσμοθετήθηκε και συνδέθηκε με την κληρονομιά των περιουσιακών στοιχείων, που σκοπός του είναι φυσικά να συσσωρεύονται. Στην Γαλλία αυτή η απαξία του έρωτα κράτησε ως το 1870. Κυριαρχεί επίσης επί πολλούς αιώνες η πεποίθηση πως ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα υπερβολικά αφερέγγυο και ασταθές για να αποτελεί βάση για τον γάμο.

Από χριστιανικής απόψεως, κάθε ερωτικό συναίσθημα εκτός γάμου αποτελεί εξορισμού ένδειξη λαγνείας, και άρα θεωρείται αντικείμενο περιφρόνησης και δυσπιστίας. Αλλά και η συζυγική αγάπη θεωρείται μια πολύ δευτερεύουσα μορφή αγάπης. Μόνο όταν εμπεδώνεται το μυστήριο του γάμου και η ανάλογη τελετή, τον 12ο αιώνα, βλέπουμε να εγκωμιάζεται η συζυγική αγάπη. Η ευλογία του γάμου από την εκκλησία επιτρέπει τον μετασχηματισμό της λαγνείας σε εκδήλωση της θείας χάριτος, αίροντας το χάσμα μεταξύ τους. Εμφανίζονται έτσι γάμοι που επικυρώνουν πολύ δυνατούς και μεγάλους έρωτες. Βέβαια όταν π.χ. ο Σεν Σιμόν (Saint-Simon) μιλάει στα «απομνημονεύματά» του για τον γάμο του, αφιερώνει δέκα σελίδες στον... πεθερό του! Θα έλεγε κανείς πως έχει νυμφευθεί εκείνον! Αλλά μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν η σύζυγός του πεθαίνει, είναι απαρηγόρητος. Ο Σεν Σιμόν αγαπούσε αληθινά την γυναίκα του.

ΜΜΜα τότε, ο έρωτας δεν θεωρείται ποτέ θετικό συναίσθημα;

JCB: Πώς! Όσον αφορά την Γαλλία, είναι τη δεκαετία του 1870 που παρατηρούμε για πρώτη φορά μια εκπεφρασμένη βούληση να συνδέεται ο γάμος με τον έρωτα. Οι κοινωνιολόγοι της εποχής επέβαλαν την αντίληψη πως η Γαλλία ηττήθηκε πολεμικά από την Πρωσία διότι οι Γάλλοι στρατιώτες δεν ήταν επαρκώς «παθιασμένοι» και πως κανείς δεν μπορεί να είναι «παθιασμένος» αν είναι γόνος ενός γάμου «ψυχρού», που έχει δηλαδή συναφθεί από συμφέρον. Με άλλα λόγια, για να ξαναποκτήσουν πάθος οι Γάλλοι στρατιώτες, έπρεπε να πολλαπλασιαστούν οι γάμοι από έρωτα. Όσον αφορά τους χριστιανούς κοινωνιολόγους, χρειάζεται να φθάσουμε στον μεσοπόλεμο για να δούμε να αναπτύσσεται η επιχειρηματολογία πως είναι αναγκαίο ο γάμος να θεμελιώνεται στην αγάπη μεταξύ των συζύγων.

ΜΜΣημαίνει αυτό πως ο έρωτας επηρεάζεται από τις ιστορικές συνθήκες;

JCB: Ναι με την ευρεία έννοια του όρου «ιστορικές συνθήκες», αλλά όχι υπό την έννοια ενός μεμονωμένου συμβάντος, όπως π.χ. ενός πολέμου. Τον 19ο αιώνα, η εκβιομηχάνιση και οι μεγάλες μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών χαλαρώνουν τους οικογενειακούς δεσμούς. Χιλιάδες νέοι βρίσκονται να ζουν μόνοι, χωρίς να πιέζονται από οικογενειακές υποχρεώσεις ή συνοικέσια. Ο έρωτας θεωρείται έξαφνα ένας σημαντικός λόγος να προχωρήσει κανείς στον γάμο.

ΜΜΥπάρχουν ανάλογες διακυμάνσεις στο συναίσθημα της αγάπης των γονέων προς τα παιδιά τους;

JCB: Η αριστοκρατία και οι αυλικοί έχουν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν από το να μεγαλώνουν τα παιδιά τους, και έτσι το έργο αυτό ανατίθεται σε τροφούς. Αλλά η Γαλλική Επανάσταση και η ανάδειξη των αστών σηματοδοτεί στον τομέα αυτόν μια μεγάλη αλλαγή νοοτροπίας.

Θεωρώ πως αυτό οφείλεται στο ζήτημα της κοινωνικής καταξίωσης: ο αριστοκράτης υποχρεούνται να συμβάλει στην συνέχιση της οικογενειακής του παράδοσης, αλλά αυτό γίνεται με τρόπο λίγο-πολύ αυτόματο: αυτό που πρέπει κυρίως να αποφεύγεται, είναι ένας απρεπής γάμος. Ο αστός όμως, που δεν αντλεί κοινωνική καταξίωση από τους προγόνους του, οφείλει να την αντλήσει από την πορεία των παιδιών τουΗ οικογενειακή ιστορία κρίνεται πλέον από το τι θα συμβεί στο μέλλον. Ο αστός π.χ. θέλει να αποκτήσουν τα παιδιά του καλύτερη μόρφωση από την δικιά του.

ΜΜΚαι η αγάπη προς τον πλησίον, είναι αποκλειστικά χριστιανική;

JCB: Και ναι, και όχι. Κατά την ρωμαϊκή περίοδο αναδεικνύονται ήδη η αξία της συγγνώμης και του ελέους, που δεν είναι μεν ακριβώς ενδείξεις αγάπης προς τον πλησίον, αλλά πάντως σχετίζονται με ανθρωπιστικά ιδεώδη. Αυτό που είναι αποκλειστικά χριστιανικό, είναι η «αγάπη» (στα ελληνικά στο κείμενο, Σ.τ.Μ)αυτή η εκδήλωση της θείας χάριτος που προέρχεται από τον Θεό και κατακλύζει τον άνθρωπο σε βαθμό να τον υπερχειλίζει. Αυτή η «αγάπη» δεν είναι απλά ένδειξη μεγαλοψυχίας· είναι επίσης μια ένδειξη θείας επιλογής. Αυτό επίσης που κατά την γνώμη μου είναι αποκλειστικά χριστιανικό, είναι η πνευματική υπακοή, η σχέση μαθητή-διδασκάλου που κάνει τον πιστό να υπακούει στον πνευματικό του με πολύ μεγαλύτερη προθυμία από ότι τον γονιό του, καθώς η σχέση τους είναι πνευματική -και όχι σωματική.

Ο 
Jean-Claude Bologne είναι Βέλγος ιστορικός και κοινωνιολόγος, εξειδικευμένος στον μεσαίωνα 

πηγή:ppol.gr

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων: η ξεχασμένη πριγκίπισσα


 της Γιούλια Πετρουνίτσκινα    




Ήταν προφανώς βούληση της μοίρας και του ουρανού, να συνδυάσει η βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων τη ζωή της με δυο χώρες (την Ελλάδα και τη Ρωσία). Η Όλγα βρέθηκε από 16 χρονών στην Ελλάδα κι έγινε βασίλισσα των Ελλήνων. Για την Όλγα ήταν ευλογία να ζουν σε αρμονία ο ελληνικός και ο ρωσικός λαός. Ήθελε να νιώθει την αγάπη του λαού και την αφοσίωση του και να ξέρει ότι στις δύσκολες στιγμές ο λαός δε θα την προδώσει και θα σταθεί δίπλα της. Η Όλγα προσπάθησε να συνδέσει την Ελλάδα και την Ρωσία με ακατάλυτους δεσμούς φιλίας.

Η Όλγα ήταν κόρη του μεγάλου δούκα Κονσταντίν Νικολάγιεβιτς Ρομανόφ (Константин Николаевич Романов) -γιου του τσάρου Νικολάου Α' (Николай I Павлович) και αδελφού του τσάρου Αλεξάνδρου Β' (Александр II Николаевич).

Ο πατέρας της  Κονσταντίν Νικολάγιεβιτς ήταν υπουργός ναυτικών και δεύτερος στην ιεραρχία στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1861 ο Κονσταντίν Νικολάγιεβιτς, ως μέλος της σχετικής επιτροπής, ήταν υπεύθυνος για την απελευθέρωση των αγροτών από την δουλοπαροικία. Ήταν επίσης ένας από τους βασικούς συντάκτες του ρωσικού συντάγματος. Έδωσε μεγάλη προσοχή και φροντίδα στα σχολεία, στα εκπαιδευτικά και στρατιωτικά ιδρύματα. Έγινε πολύ γνωστός για τη φιλανθρωπική του δραστηριότητα (βοήθησε στην ίδρυση πανεπιστημίων, θεάτρων, κ. ά). Προστάτευε τους Ρώσους επιστήμονες, μουσικούς, συγγραφείς, ζωγράφους.

Το 1848 (όταν ήταν 19 χρονών) παντρεύτηκε τη Γερμανίδα Αλεξάνδρα (Alexandra Iosifovna). Η Αλεξάνδρα έγινε βοηθός του άνδρα της και συμμετείχε ενεργά σε ποικίλες κοινωνικές δραστηριότητες.

Απέκτησαν 6 κόρες, που από τα παιδικά τους χρόνια έμαθαν ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά από εκείνη προς την πατρίδα.

Η Όλγα γεννήθηκε το 1851 και ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Ήταν γοητευτική, φρόνιμη, λογική. Μεγάλωσε και ωρίμασε από πολύ νωρίς σαν προσωπικότητα. Από όλα τα παιδιά στην οικογένεια, η Όλγα είχε τα περισσότερα κοινά με τον πατέρα της. Έμοιαζε πολύ με τον Κονσταντίν Νικολάγιεβιτς. Η Όλγα αφιέρωνε πολύ χρόνο στις αδελφές της. Τις φρόντιζε, τις πρόσεχε με αληθινή μητρική φροντίδα. Η Όλγα είχε πάθος με τη γνώση, υψηλές μαθητικές επιδόσεις και πολλά ταλέντα. Τη διέκρινε ιδιαίτερη έφεση στις ξένες γλώσσες. Από τα παιδικά της χρόνια σκόρπιζε αγάπη σε όλους και δημιουργούσε γύρω της ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Επίλυσε συγκρούσεις και λογομαχίες στην οικογένεια των Ρομανόφ. Με τα χρόνια η Όλγα κατάλαβε ότι η οικογένεια είναι κάτι πολύ σημαντικό στην ζωή κάθε γυναίκας, ακόμη και στην τσαρική-βασιλική οικογένεια. Η καθημερινότητα της οικογένειας των Ρομανόφ ήταν αρκετά λιτή. Για τους Ρομανόφ η έννοια της τιμής είχε πολύ μεγάλη σημασία και πάντα ήταν ένα ουσιαστικό κριτήριο της αξιοπρέπειας.

Όπως έλεγε η ίδια η Όλγα, η τιμή είναι η βάση στην οποία χτίζεται η προσωπικότητα του ανθρώπου. Ο γενικός στόχος της βασίλισσας Όλγας ήταν να κάνει το καλό στους ανθρώπους, και να ανακουφίζει τα βάσανα τους. Η αγαπημένη φράση της ήταν το βιβλικό: «τ πολωλς ζητήσω κα τ πλανώμενον πιστρέψω κα τ συντετριμμένον καταδήσω κα τ κλεπον νισχύσω» (εζεκιλ 34:16)

Στην Ελλάδα η οθωμανική κυριαρχία συνεχίστηκε μέχρι το 1821, οπότε οι Έλληνες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Η ελληνική επανάσταση του 1821 έληξε το 1828. Το 1830 αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους, που το 1832 ανακηρύχτηκε μοναρχία.

Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' της Ελλάδας ήταν ο δεύτερος κατά σειρά μονάρχης της νεότερης Ελλάδας μετά τον Όθωνα και εγκαινίασε νέο βασιλικό οίκο. Γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη και ήταν δευτερότοκος γιος του πρίγκιπα και μετέπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ' (Christian IX). Ενθρονίστηκε ως βασιλέας της Ελλάδας υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων (Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας). Ο νέος βασιλικός οίκος του Γεωργίου Α' υπήρξε ο βασιλικός οίκος της Ελλάδας για τα επόμενα 110 χρόνια, από το 1863 έως την αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, με τα δημοψηφίσματα του 1973 και του 19741. Ο Γεώργιος Α'στέφθηκε βασιλέας των Ελλήνων σε ηλικία 17 χρονών. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Ρωσία γνώρισε την δεκατετράχρονη μεγάλη δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας. Αυτή η συνάντηση επηρέασε πολύ το βασιλιά Γεώργιο, που νυμφεύθηκε δύο χρόνια αργότερα στην Αγία Πετρούπολη την δεκαεξάχρονη πια Όλγα Κωνσταντίνοβνα. Έτσι η Όλγα έγινε βασίλισσα των Ελλήνων.

Αυτός ο γάμος ήταν ευεργετικός για την Ελλάδα, η οποία έτυχε της πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η ορθόδοξη βασίλισσα με τις ρωσικές ρίζες εξασφάλισε στον λουθηρανό βασιλιά τη συμπάθεια των ορθόδοξων Ελλήνων. Αυτός ο γάμος δεν ήταν απλά μία δυναστική συμφωνία, αλλά βασιζόταν στην αγάπη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των δύο ευγενών. Αυτός ο συνδυασμός προσωπικών και κρατικών ενδιαφερόντων ήταν τότε μάλλον σπάνιος. Η δεκαεξάχρονη Όλγα ανέλαβε το θρόνο και την εξουσία με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Η επαφή της Όλγας με την Ρωσία δεν σταμάτησε ποτέ.

Κάποτε ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α' είπε ότι η επιτυχία του στον ελληνικό θρόνο όφειλε πολλά στην προσωπικότητα της συζύγου του Όλγας,


Η βασίλισσα Όλγα ασχολήθηκε πάρα πολύ με φιλανθρωπικά έργα και πολιτικές παρεμβάσεις που άφησαν βαθύ ίχνος στην ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή ως σήμερα:

Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»

Μόλις βρέθηκε στη Ελλάδα η Όλγα Κωνσταντίνοβνα αφιέρωσε όλες της δυνάμεις της ψυχής της στο φιλανθρωπικό έργο υπέρ της ανακούφισης του ελληνικού λαού. Το 1875 έθεσε υπό την προστασία της το σύλλογο «υπέρ της γυναικείας παιδεύσεως» και στη συνέχεια ίδρυσε σχολή αδελφών νοσοκόμων. Για τις ανάγκες της σχολής η βασίλισσα Όλγα χρηματοδότησε από προσωπικούς της πόρους και έχτισε ένα μικρό κτίριο, καλώντας ταυτόχρονα τόσο την τσαρική οικογένεια της Ρωσίας όσο και τους Έλληνες του εξωτερικού να συνεισφέρουν οικονομικά στην οικοδόμηση του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», που έγινε σύντομα το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια. Η βασίλισσα Όλγα συχνά επισκεπτόταν το νοσοκομείο για να περιποιηθεί η ίδια τους αρρώστους -μεριμνώντας ιδιαίτερα για τους βαριά ασθενείς- και για να συμπαρασταθεί στο ιατρικό προσωπικό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η βασίλισσα Όλγα ίδρυσε τον «οίκο της αγίας Όλγας».

Γηροκομείο Αθηνών

Παρατηρώντας την αδράνεια του εποπτικού συμβουλίου του γηροκομείου Αθηνών, η βασίλισσα Όλγα ανέλαβε προσωπικά τη μέριμνα του ιδρύματος αυτού. Σε σύντομα χρονικό διάστημα χτίστηκαν επτά νέα κτίρια και επιλύθηκαν τα οικονομικά προβλήματα του.

Ερυθρός Σταυρός

Το 1877 η βασίλισσα Όλγα ίδρυσε τον «Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό» (ΕΕΣ). Σε μια χώρα που τη σάρωναν πολλές επικίνδυνες ασθένειες και υπήρχαν πολύ λίγα νοσοκομεία για την αντιμετώπιση τους ο φορέας αυτός έπαιξε έναν γιγάντιο ρόλο, παρέχοντας υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης σε όλη την Ελλάδα.

Δράσεις υπέρ της ορθοδοξίας

Βαθειά θρησκευόμενη, η βασίλισσα Όλγα αφιέρωσε πολλές δυνάμεις και σημαντικούς οικονομικούς της πόρους στην αναγέννηση των παλιών βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα και στην οικοδόμηση νέων ορθόδοξων ναών. Η Όλγα συνέχισε έτσι την παράδοση του παππού της Ρώσου αυτοκράτορα Νικολάου Α'. Η Ρωσίδα πριγκίπισσα ανέλαβε υπό την προστασία της την εκκλησία της αγίας Όλγας, που βρισκόταν στους χώρους του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και το εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου στο Λυκαβηττό. Η βασίλισσα Όλγα ανέλαβε και το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων για την οικοδόμηση της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. Όπως ειπώθηκε, «η Όλγα αντιλαμβανόταν τον δρόμο του ορθόδοξου ανθρώπου ως πορεία προς την τελειοποίηση του εαυτού του. Και η δική της ζωή αποτέλεσε έναν δρόμο χριστιανικής αγάπης και αυτοθυσίας». Το 1898, στην περιοχή του Νέου Κόσμου, στο μέρος που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του βασιλιά Γεωργίου Α' και της κόρης του Μαρίας, η Όλγα Κωνσταντίνοβνα έχτισε σε ανάμνηση της σωτηρίας τους εκκλησία αφιερωμένη στη μεταμόρφωση  του Σωτήρος και τον άγιο Σώστη. Επί βασίλισσας Όλγας μεταφέρθηκαν το 1871 στην Ελλάδα από τη Ρωσία τα λείψανα του Έλληνα ενθομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Γρηγορίου Ε', που είχε βασανιστεί και θανατωθεί από τους Οθωμανούς. Είναι τέλος γνωστή η κίνηση της Όλγας να αναθέσει -και να θέσει υπό την προστασία της- την πρώτη μετάφραση του κειμένου της Αγίας Γραφής στην καθομιλουμένη, κίνηση που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις.

Καλλιέργεια εθνικής συνείδησης

Στις 6 Απριλίου 1896 ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α' κήρυξε στην Αθήνα τους πρώτους σύγχρονους ολυμπιακούς αγώνες. Χωρίς την έμπρακτη υποστήριξη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, οι αγώνες αυτοί κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε σταθεί μπορετό να διοργανωθούν.

Η ελληνική βασιλική οικογένεια συνέβαλε δραστήρια και στην αναγέννηση της εθνικής συνείδησης τον ελληνικού λαού. Η βασίλισσα Όλγα βοηθούσε προσωπικά τον «αρχαιολογικό σύλλογο» και συνεισέφερε στην ίδρυση του «βυζαντινού μουσείου». Το 1921 διοργανώθηκαν σε όλη την Ελλάδα εκδηλώσεις αφιερωμένες την 100ή επέτειο της ελληνικής επανάστασης του 1821.

Ανάπτυξη του πολεμικού ναυτικού

Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα κληρονόμησε από τον πατέρα της στρατηγό-ναύαρχο μεγάλο δούκαΚωνσταντίν Νικολάγιεβιτς, την αγάπη προς το ναυτικό. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο που το 1902 χτίστηκε στον Πειραιά το ναυτικό νοσοκομείο Πειραιά, χάρη και στη δραστηριοποίηση της βασίλισσας Όλγας. Εκτός από το νοσοκομείο το ίδρυμα διέθετε και μια πολυκλινική, η οποία την ίδια περίοδο προσέφερε ιατρική περίθαλψη σε πάνω από ένα εκατομμύριο ασθενείς. Στα χρόνια των βαλκανικών πολέμων και του Α' παγκόσμιου πολέμου, το νοσοκομείο δέχτηκε πάνω από 1,500 τραυματισμένους Έλληνες στρατιώτες.

Εκτιμώντας την ειλικρινή αγάπη της Όλγας προς το ναυτικό, ο θείος της Ρώσος ΑυτοκράτοραςΑλέξανδρος Β' την ανακήρυξε το 1879 «κηδεμόνα» της 2ης μονάδας του ρωσικού ναυτικού. Αργότερα, η Όλγα έγινε βασιλική προστάτιδα του ρωσικού καταδρομικού «ναύαρχοςΜακάρωφ». Η βασίλισσα «φρόντιζε όχι μόνο τους αξιωματικούς, αλλά και τους ναύτες» των ρωσικών πλοίων που αγκυροβολούσαν στο λιμάνι του Πειραιά «αποστέλλοντας ακόμα και συστατικές επιστολές για να τους βοηθήσει». Η αυτού υψηλότης Όλγα Κωνσταντίνοβνα απέδιδε πολύ μεγάλη σημασία στην διατήρηση της μνήμης των Ρώσων πεσόντων για την ελευθερία την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Το 1872 δημιουργήθηκε στη Σφακτηρία με προσωπικά της έξοδα μία σαρκοφάγος πάνω στον τάφο των Ρώσων ναυτικών που είχαν πέσει κατά την ναυμαχία του Ναβαρίνου. Χάρη σε προσπάθειες της Όλγας, δημιουργήθηκε δίπλα στο λιμάνι του Πειραιά μια ωραία νεκρόπολη για τους Ρώσους που πέθαναν μακριά από την πατρίδα τους.


y

Τον Οκτώβριο του 1912 ξέσπασε πόλεμος κατά της Τουρκίας στον οποίο συμμετείχε και η Ελλάδα, προκαλώντας μεγάλο ενθουσιασμό των ευρέων κοινωνικών στρωμάτων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Ρωσία. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδας της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου βρέθηκαν σε απόσταση λίγων δεκάδων χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη. Αρχηγός του ελληνικού στρατού ήταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος και κοντά του, δίπλα στον ελληνικό στρατό, βρισκόταν όλη η βασιλική οικογένεια. Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα μαζί με τις νύφες της χρηματοδότησαν και ίδρυσαν πολλά στρατιωτικά νοσοκομεία. Τους βαριά τραυματισμένους περιποιόταν συχνά η ίδια η βασίλισσα Όλγα. Στις 5 Μαρτίου του 1913 ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α', πυροβολήθηκε θανάσιμα στη Θεσσαλονίκη από έναν πληρωμένο δολοφόνο, ενώ περπατούσε στο δρόμο χωρίς προσωπικούς φρουρούς και σωματοφύλακες.

Μετά τον θάνατο του άνδρα της, η Όλγα επέστρεψε στη Ρωσία, όπου άνοιξε ένα νοσοκομείο στοπαλάτι του Πάβλοβσκ και περνούσε εκεί πολλές ώρες κάθε μέρα. Στην Ρωσία τη βρήκε και ηοκτωβριανή επανάσταση του 1917. Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα εγκατέλειψε ξανά τη Ρωσία, αυτή την φορά για πάντα. Το 1920 η Όλγα ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την αντιβασιλεία της Ελλάδας. Το 1924 έφυγε από την Ελλάδα για την Ιταλία όπου και πέθανε το 1926, εξακολουθώντας να αγαπά τον ελληνικό λαό. Στις 17 Νοεμβρίου του 1936 μεταφέρθηκαν από την Ιταλία στον Πειραιά οι σαρκοφάγοι με τα οστά της βασίλισσα των Ελλήνων Όλγας, του γιου της Κωνσταντίνου, και της νύφης της βασιλίσσης Σοφίας. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, ηΌλγα βρήκε το τελευταίο της καταφύγιο στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου, δίπλα στον πολυαγαπημένο της σύζυγο.

Η Όλγα, βασίλισσα των Ελλήνων, ήταν εξαιρετική και εξέχουσα προσωπικότητα, που το φιλανθρωπικό της έργο προηγήθηκε κατά έναν ολόκληρο αιώνα της εποχής της.



Ο Βασιλεύς Γεώργιος και η Βασίλισσα Όλγα αφίχθησαν στην Ελλάδα ...
στις 11 Νοεμβρίου του 1867. Γνωρίζοντας τις αυξημένες ανάγκες του Ελληνικού λαού ζητούν να μην γίνει η οποιαδήποτε δαπάνη για τον εορτασμό της άφιξης της Βασίλισσας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βασιλεύς Γεώργιος σε σχετικό τηλεγράφημά του  «...Ήθελεν είσθαι λίαν ευχάριστον εις ημάς, αν το προς το σκοπόν τούτο αφιερωθέν ποσόν ελάμβανεν έτερον προσδιορισμόν, σύμφωνον προς τας μεγάλας δυστυχίας, τας οποίας οφείλομεν να ανακουφίσωμεν...».
Πράγματι εκείνη την περίοδο η Ελλάδα αντιμετώπιζε μεγάλες «δυστυχίες». Ήταν ένα νεοσυσταθέν κράτος το οποίο στερούνταν βασικών υποδομών και που στο εσωτερικό του αντιμετώπιζε σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Η Βασίλισσα γνώριζε ότι από την αρχή της Βασιλείας της θα έπρεπε να αφιερώσει όλες της, τις δυνάμεις ώστε να βοηθήσει τον Ελληνικό λαό, πράγμα το οποίο έκανε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Από την πρώτη στιγμή άρχισε να επιτελεί σπουδαίο και αναγκαίο έργο. Κύριο μέλημα της νεαρής Βασίλισσας ήταν η ανακούφιση των συνανθρώπων της, η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, η ανάδειξη του ρόλου των γυναικών στην ελληνική κοινωνία καθώς και η ενδυνάμωση της ορθοδοξίας. Η παρουσία της και η συνεισφορά της στις δύσκολες ώρες που κλήθηκε να περάσει ο Ελληνικός λαός (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, Βαλκανικοί Πόλεμοι) ήταν συνεχής και ανεκτίμητη.
Η καθημερινή της ασχολία ήταν οι φιλανθρωπικές τις δραστηριότητες, τις οποίες χρηματοδοτούσε, ως επί το πλείστον, από δικά της κεφάλαια. Όπως αναφέρει η προσωπική της γραμματέας Ιουλία Καρόλου από τα 6.000 ρούβλια τα οποία ελάμβανε μηνιαίως ως προίκα από τη Βασιλική Οικογένεια της Ρωσίας τα 4.000 προορίζονταν για το κοινωφελές της έργο ενώ τα υπόλοιπα 2.000 προορίζονταν για την κάλυψη των προσωπικών της εξόδων (πληρωμές προσωπικού κτλ). Όπως εξομολογείται η γραμματέας της από αυτό το ποσό των 2.000 ρουβλίων καλύπτονταν και οι ανώνυμες φιλανθρωπίες της Βασίλισσας σε όποιον ζητούσε τη βοήθειά της.
Το έργο της Βασίλισσας Όλγας, η σεμνότητά της καθώς και η πίστη της, την κατέστησαν ιδιαίτερα λαοφιλή.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Θουκυδίδης και Σύγχρονες Διεθνείς Σχέσεις



του Παναγιώτη Ήφαιστου, Καθηγητής-Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

1. Επιστημολογικές και μεθοδολογικές επιλογές του Θουκυδίδη

Η ανάλυσή μου θα περιστραφεί γύρω από τρις κυρίως θεματικές. Πρώτον, η σημασία της μεθοδολογίας και επιστημολογίας του Θουκυδίδη στον ...Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκυδίδου Ιστορίαι), δεύτερον, η συνάφεια του Πελοποννησιακού Πολέμου με το σύγχρονο διεθνές σύστημα και τρίτον, οι προεκτάσεις των περιγραφών και ερμηνειών της ανάλυσης αυτής που αφορούν το καθεστώς του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής. Δηλαδή, το διεθνές σύστημα που έχει ως αρχή και ως οργανωτικό πυρήνα την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των κρατών και για το οποίο, η (εθνική) ανεξαρτησία-κυριαρχία των κρατών-μελών αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, κοινώς αποδεκτή (διεθνή) κοσμοθεωρία και κοινώς αποδεκτή και συμβατή με αυτή την κοσμοθεωρία (διεθνή) ηθικοκανονιστική δομή.

Κατά αρχάς, επιστημολογικά και μεθοδολογικά, ο Θουκυδίδης είναι απαράμιλλος και μοναδικός. Εισαγωγικά, έθεσε ο ίδιος τις πιο υψηλές προδιαγραφές και αποδεδειγμένα τις πέτυχε. Στην εισαγωγή του δήλωσε, «έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι ως έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο». Υπό αυτό το πρίσμα, η Jacqueline de Romilly και ο Perez Zagorin, ορθά τονίζουν ότι η αναλλοίωτη διαχρονική αξία του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές και επιστημονικές επιλογές που μέχρι σήμερα αποτελούν υπόδειγμα κάθε πολιτικού επιστήμονα που σέβεται τους αναγνώστες του και την αλήθεια.

Ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας που θεμελιώνει και ερμηνεύει τα αίτια των διακρατικών προβλημάτων, ο Θουκυδίδης διακρίνεται για τα εξής: 1) για την Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) την επιτυχή συνάρτηση των λεπτομερειών με την συνολική υπόθεση, 3) το γεγονός ότι οι πληροφορίες που διαπλέκει αναφέρονται σε σημαντικούς σκοπούς που αφορούν όλα τα κράτη και όλους τους ανθρώπους, 4) οι αναφορές συναρτώνται με καθολικά και διαχρονικά κριτήρια και παράγοντες, 5) γνώμες και προθέσεις αναφέρονται μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) η ανάλυση εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) τα συμπεράσματα είναι καθολικής και διαχρονικής σημασίας, 8) περιγράφει απλά, αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα με πληρότητα και αφήνει έτσι τα άτομα και τις ομάδες να συναγάγουν ηθικοπρακτικά συμπεράσματα που αφορούν τα δικά τους συμφέροντα.

Κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η θέση πολλών αναλυτών πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος του Θουκυδίδη είναι το πλέον επίκαιρο κείμενο διεθνών σχέσεων. Αυτή η πρωτιά θα συνεχιστεί όσο το διεθνές σύστημα θα είναι κρατοκεντρικό και όσο οι αξιώσεις αυτοκρατορίας δεν θα επιτυγχάνουν. Η ανάλυση του Θουκυδίδη, υποστηρίζεται, θα είναι το πλέον κατάλληλο κείμενο κατανόησης των διεθνών σχέσεων όσο το διεθνές σύστημα θα συνεχίσει να είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης όπου η κυριαρχία, η λειτουργία των διεθνών θεσμών και η διεθνής τάξη συναρτώνται και επηρεάζονται από τα αίτια πολέμου, και κυρίως από την άνιση ανάπτυξη και τις ανακατανομές ισχύος που αυτή προκαλεί.

Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι, για μια σειρά ουσιαστικών λόγων, όσο το διεθνές σύστημα θα παραμένει κοινωνικοπολιτικά κατακερματισμένο αποτελούμενο από κυρίαρχα κράτη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος του Θουκυδίδη θα αποτελεί πάντοτε την καταλληλότερη περιγραφή για την φύση, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα των διακρατικών σχέσεων. Κατά κύριο λόγο, παρατηρούμε ότι διαχρονικά το κοσμοθεωρητικό και ηθικοκανονιστικό περιεχόμενο μιας έκαστης κοινωνίας μετεξελίσσεται και μεταλλάσσεται, όμως, ανεξαρτήτως χώρας, τόπου, χώρου ή εποχής, για όλες τις κοινωνίες ο χαρακτήρας των δομών κυριαρχίας, των συμπεριφορών και των αξιώσεων ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι πανομοιότυπος. Η φύση και ο χαρακτήρας της κυριαρχίας ως καθεστώτος ενδοκρατικού και διακρατικού βίου παραμένει απαράλλακτος και συνοψίζεται στην έννοια της «εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας». Έτσι, ουσιαστικά, αν και οι αξιώσεις και οι συμπεριφορές κάθε κοινωνίας είναι διαφορετικού περιεχομένου ανάλογα με την κοινωνία και τις ιστορικές και άλλες συγκυρίες, υπάρχει μια διαχρονική μορφική ταυτότητα των θεσμικών-κανονιστικών δομών και του χαρακτήρα των εγγενών συλλογικών συμπεριφορών.

Αν κανείς προσπαθήσει να διακρίνει κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της κλασικής εποχής και της σύγχρονης εποχής, ενδέχεται να είναι οι αντίθετες αυτών που οι περί «συγχρόνου εποχής» συμβατικές θεωρήσεις αναφέρουν. Για παράδειγμα, η ανομοιογένεια, ετερογένεια και εν γένει ετερότητα-ετερονομία μεταξύ των σημερινών κρατών είναι πασίδηλα πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με το σύστημα των ελληνικών Πόλεων οι κοινωνίες των οποίων είχαν πολλά κοινά όπως η θρησκεία, η γλώσσα και η συνείδηση κοινών ή συγγενών καταβολών.

Μια ακόμη μεγάλη διαφορά είναι ότι οι σύγχρονες διαμορφωμένες κυρίαρχες κοινωνίες είναι προϊόν αγώνων ανεξαρτησίας-κυριαρχίας κατά των πολυεθνικών αυτοκρατοριών των Νέων Χρόνων, γεγονός το οποίο, λόγω του καταστατικού χαρακτήρα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας, είναι βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων. Οι αγώνες αυτοί έγιναν με αξίωση όχι να ολοκληρωθεί η να ενοποιηθεί ο κόσμος αλλά για να κατακερματιστεί κοινωνικοπολιτικά ούτως ώστε μια έκαστη κοινωνία να μπορεί να απολαμβάνει την πολιτισμική ετερότητά της, να αναπτύσσει τα οικεία διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και να σφυρηλατεί δικούς της κοσμοθεωρητικούς, ηθικούς και κανονιστικούς προσανατολισμούς. Η ευόδωση αυτής της αξίωσης σηματοδότησε την πορεία προς μια ολοένα μεγαλύτερη ολοκλήρωση στο εσωτερικό των κρατών, μια διαρκώς εντεινόμενη ετερότητα των κοινωνιών τους και συνεπακόλουθα μια ανάλογα και αντίστοιχα μεγαλύτερη ανομοιομορφία του διεθνούς συστήματος.

Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι, αν θεωρήσουμε πως η αναζήτηση συστημάτων δημοκρατικής-πολιτισμένης διακυβέρνησης ενδοκρατικά και διακρατικά είναι ένα διαρκές άθλημα του ενδοκρατικού κατ’ αλήθειαν βίου της κοινωνίας κάθε κράτους και των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος αντίστοιχα, η Πολιτεία ως ανεξάρτητη οντότητα όπως και το σύστημα Πόλεων ως διακρατικό σύστημα συγκρινόμενο με το σημερινό αντίστοιχο ήταν πολύ πιο ώριμα και αναπτυγμένα την κλασική εποχή.

Ακριβώς, οι πιο πάνω διαφορές μεταξύ της κλασικής και της σημερινής εποχής, εντείνουν εκείνα εγγενή χαρακτηριστικά όπως η ανομοιομορφία του διακρατικού συστήματος και η ετερότητα-ετερονομία των κρατών, γεγονός που καθιστά τις θεωρήσεις του Θουκυδίδη ακόμη πιο επίκαιρες και σημαντικές.

Κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, απόρροια των αγώνων ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, οι οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας οδήγησαν στην δημιουργία εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών.

Μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει αντιστροφή αυτής της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας –αντιστροφή η οποία είναι πασίδηλα αδύνατο να συμβεί παρά μόνο αν εκτελεστεί μια πλανητική γενοκτονία για να επικρατήσει μια μόνο κοινωνία– η ανάλυση του Θουκυδίδη, για ένα ακόμη λόγο, θα αποτελεί το –μοναδικό ουσιαστικά– Παράδειγμα (Paradigm) της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, θα συνεχίσει να προσφέρει ένα σύνολο θεμελιωδών γενικών ερμηνευτικών νόμων και αξιόπιστων θεωρητικών προεκτάσεων. Όσον αφορά την περιγραφή και την επιστημολογία, οι θεωρητικές προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης ενσαρκώνονται στον αξιολογικά ελεύθερο Πολιτικό Ρεαλισμό, δηλαδή την αυστηρά περιγραφική και εν πολλοίς αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση συγγραφέων όπως, μεταξύ άλλων, οι Mackiavelli, Carr, Aron, Gilpin, Waltz και Mearsheimer. Θα πρόσθετα και τον Παναγιώτη Κονδύλη γιατί οι μοναδικές θεωρήσεις του –στην καθαρά περιγραφική τους διάσταση και αναγόμενες στο διεθνές επίπεδο όπου καταμαρτυρούμενα καθημερινά επαληθεύονται– πρόσφεραν μια παράλληλη περιγραφή των βαθύτερων και οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ένωσης που κερδίζει την κυριαρχία της. Προστίθεται ότι τα ακαδημαϊκά κείμενα του γράφοντος υιοθετούν πλήρως τους επιστημονικούς προσανατολισμούς και τις επιστημολογικές παραδοχές της αξιολογικής ελευθερίας και της περιγραφικής ανάλυσης.

Για την βιβλιογραφική συνάφεια της θουκυδίδειας ανάλυσης με την σημερινή ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν έχουμε να κάνουμε παρά μόνο μερικές στοιχειώδεις αναφορές σε μερικά κύρια κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης ρεαλιστικής παράδοσης. Παρακάμπτοντας θεμελιώδη κείμενα αυτής της παράδοσης που αυτονόητα κινούνται στο πλαίσιο της θουκυδίδειας παράδοσης, όπως οι Aron και Waltz, έργο σταθμός είναι αναμφίβολα το αριστούργημα του Gilpin Πόλεμος και Αλλαγή. Με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, επαλήθευσε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Θουκυδίδειου επιστημονικού Παραδείγματος σε αναφορά με το σύγχρονο διεθνές σύστημα για να καταλήξει δηλώνοντας με εντιμότητα ότι δεν πρόσθεσε και πολλά στην ανάλυση του Θουκυδίδη. Είναι χαρακτηριστικό το πολύ σημαντικό συμπέρασμά του ότι, «έτσι ήταν και έτσι θα συνεχίσει να είναι μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστρέψουν τους εαυτούς τους είτε δημιουργήσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επίτευξης διεθνών αλλαγών με ειρηνικά μέσα». Σε άλλη περίπτωση, διατυπώνει παρόμοια θέση: «όλα –ή σχεδόν όλα– όσα ο πολιτικός ρεαλιστής βρίσκει πως είναι ενδιαφέροντα στην αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας μπορούν να βρεθούν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο: μια ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεξαρτώμενη “παγκόσμια οικονομία”, την πολιτική χρήση οικονομικών μοχλών, όπως τη “διαταγή των Μεγάρων”. Ακόμη και σύγκρουση για ενεργειακές πηγές». «Ακριβώς όπως και στο παρελθόν, το θεμελιώδες πρόβλημα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων είναι το πρόβλημα της ειρηνικής προσαρμογής στις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης της ισχύος στο διακρατικό σύστημα». «Η διεθνής πολιτική συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τον αγώνα μικρών και μεγάλων δυνάμεων για ισχύ, φήμη-κύρος και πλούτο υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας. (…) Μια παγκόσμια κοινωνία κοινών ηθικών αντιλήψεων και κοινών αξιών περιμένει ακόμη την ώρα που θα αντικαταστήσει τη διεθνή αναρχία ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος».

Το πολύ τελευταίο βιβλίο του John Mearsheimer, επίσης, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, με το να περιγράψει τον ατερμάτιστο κύκλο ηγεμονικών συγκρούσεων των τελευταίων αιώνων για μερίδιο στην παγκόσμια ισχύ, για ασφάλεια και για ηγεμονία, αφήνει ελάχιστα περιθώρια να αμφισβητηθεί αυτό που ο υποφαινόμενος σε άλλη περίπτωση περιέγραψε ως Θουκυδίδειο αδιέξοδο. Δηλαδή, αφενός το γεγονός ότι μια παγκόσμια αυτοκρατορία ή ηγεμονία είναι ανέφικτη και αφετέρου το γεγονός ότι λόγω βαθύτερων χαρακτηριστικών των δομών του διεθνούς συστήματος των Νέων Χρόνων βρισκόμαστε σ’ ένα ατερμάτιστο φαύλο κύκλο ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Τα συμπεράσματα που θεμελιώνει με επιστημονικά ακλόνητο τρόπο ο Mearsheimer είναι πανομοιότυπα με αυτά του Θουκυδίδη: ανισότητα ισχύος, ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικές συγκρούσεις, φόβος επιβίωσης, στρατηγικές παρεμπόδισης άλλων ηγεμονιών και άνιση ανάπτυξη. Όλα αυτά και άλλα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα θρέφουν, αναπαράγουν και μεγεθύνουν τα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος που προκαλούν ανταγωνισμούς, αστάθεια και πολέμους.

Η προηγηθείσα ανάλυση δεν προσφέρει, βεβαίως, μια αισιόδοξη περιγραφή της φύσης, του χαρακτήρα και της πορείας του διεθνούς συστήματος της σημερινής εποχής και αυτό είναι ένα ακόμη κριτήριο που καθιστά τις θουκυδίδειες θεωρήσεις συναφείς με την σημερινή εποχή. Το ζήτημα για ένα αντικειμενικό αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, όμως, δεν είναι το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος όταν αναλύει το διεθνές σύστημα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον θα λέει την αλήθεια και όχι ψέματα (μια άλλη εκδοχή του ψέματος είναι το ασυνείδητο ψέμα λόγω βλακείας ή πνευματικής αναπηρίας –που στην χειρότερη μορφή της είναι η πνευματική προκατάληψη–, ιδιότητες, λυπούμαι να πω, βαθύτατα εμπεδωμένες στην λεγόμενη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων).

Ο διεθνολόγος είναι κατά κάποιον τρόπο, άτομο που καλείται να κάνει διάγνωση των αιτίων της εγγενούς αστάθειας και συγκρούσεων που αυτή φέρνει. Αν δεν υπήρχε αστάθεια και συγκρούσεις δεν θα υπήρχε ανάγκη να υπάρχουν διεθνολόγοι των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων. Θα επαρκούσαν οι νομικοί διεθνολόγοι που θα καλλιεργούσαν μια ευθύγραμμη εξέταση των τρόπων εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαίου σ’ ένα κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν αίτια πολέμου. Όμως, ο καθείς γνωρίζει ότι πασίδηλα ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε και ίσως ποτέ δεν θα υπάρξει. Μόνο καλή διάγνωση των αιτίων οδηγεί σε θεραπεία μιας ασθένειας και ο πόλεμος είναι μια ασθένεια η γνώση των αιτίων της οποίας απαιτεί καλή διάγνωση και γι’ αυτό χρήσιμη είναι η ανάλυση των πολιτικών ρεαλιστών και όχι των φαντασιόπληκτων, των προπαγανδιστών και των αιθεροβαμόνων.

Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν εμποδίζει τα άτομα ή τις ενδιαφερόμενες ομάδες να λειτουργήσουν ιεραποστολικά αν το επιθυμούν για να τερματίσουν το φοβερό φαινόμενο του πολέμου αγωνιζόμενοι να εξαλείψουν τα αίτιά του. Πρέπει όμως και πάλιν να γνωρίζουν αυτά τα αίτια και όχι να προκαλούν σύγχυση με ανορθολογικά και εξωπραγματικά θεωρήματα που ρυπαίνουν τον, βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων και βαθύτατων συνεπειών όσον αφορά το φαινόμενο του πολέμου, διεθνολογικό στοχασμό. Η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, για παράδειγμα, είναι μια μεγάλη ασθένεια την οποία οποιοσδήποτε εμφορείται από ιεραποστολικές προθέσεις μπορεί κάλλιστα να εργαστεί για την εξαφάνισή της.

Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση των αιτιών πολέμου –που καθημερινά προκαλούν εκατόμβες– δεν είναι λιγότερο σημαντική από την διάγνωση των αιτίων μιας απλής ασθένειας ή μιας επιδημίας. Όσο μακάβρια και αν είναι η σύγκριση όσον αφορά τις προεκτάσεις των εκατέρωθεν διαγνώσεων, η αντιπαράθεση τους είναι απόλυτα αναγκαία: Στην πρώτη περίπτωση έχουμε εκατόμβες και στην δεύτερη αποδήμηση ενός ατόμου ή το πολύ ενός μικρού αριθμού μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο υπεύθυνος γιατρός είναι τσαρλατάνος ή ανίκανος. Επίσκεψη σε κάθε νοσοκομείο θα βεβαιώσει ότι ασθενείς και συγγενείς τους αναζητούν όχι τσαρλατάνους για την θεραπεία των ασθενειών τους αλλά ιατρούς υψηλής κατάρτισης, επαγγελματικά αξιόπιστων, σοβαρών στην προσέγγιση του προβλήματος, ανιδιοτελών στην διαγνωστική διαδικασία λόγω προσήλωσης σε υψηλά κριτήρια επαγγελματικής δεοντολογίας του λειτουργήματός τους και πρακτικά χρήσιμων γιατί οι διαγνώσεις τους προσφέρονται για αποτελεσματικές και γόνιμες αποφάσεις. Ανάλογα και αντίστοιχα, μια κοινωνία δεν πρέπει να προσφεύγει σε τσαρλατάνους των διεθνών σχέσεων για την διαπίστωση των αιτιών πολέμου και για την συναγωγή συμπερασμάτων ηθικοπρακτικά χρήσιμων. Δηλαδή, δεν πρέπει να επηρεάζουν ζητήματα πολέμου και ειρήνης οι ουτοπιστές, οι ιδεολογικά συνεπαρμένοι, οι προκατειλημμένοι, οι στρατευμένοι σε ευτελείς ιδιοτελείς υποθέσεις και οι χείριστοι όλων των διεθνολόγων, οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές που προοδευτικά κατακλύζουν τους πανεπιστημιακούς χώρους επιτυγχάνοντας αριθμητική πλειονότητα. Το τελευταίο σημείο είναι μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση που δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Σημειώνεται μόνο ότι, πλέον, ο πολιτικός ανορθολογισμός πολλών –τόσο μεγάλων όσο και μικρών– κοινωνιών οφείλεται στο γεγονός ότι τσαρλατάνοι και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι προπαγανδιστές και τσαρλατάνοι πλημμυρίζουν τον δημόσιο διάλογο με ανάξια λόγου θεωρήματα και ιδεολογήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.

2. «Ανθρώπινη Φύση», Πολιτειακή οργάνωση και διακρατικό σύστημα

Ποια είναι λοιπόν η φύση του «Πολιτικού» και τι εν τέλει σημαίνει «Πολιτικό γεγονός»; Ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάλυσης στο οποίο αναφερόμαστε, ποιος είναι ο συλλογικός τρόπος ζωής που προσαρμόζει την κάθε ατομική άβυσσο ανθρώπινης ετερότητας στις ανάγκες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου; Ουσιαστική και περιεκτική συζήτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις υπό συνθήκες πολιτικές απαιτεί απάντηση σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα.

Ο Θουκυδίδης, αν και όχι ο κατεξοχήν στοχαστής του Πολιτικού γεγονότος, φαίνεται ότι κατανόησε βαθύτατα την σημασία της Πολιτείας ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου που αντιδιαστέλλεται με την βαρβαρική εποχή.

Εστιάζω την προσοχή στις αναφορές του Θουκυδίδη για τα τεκταινόμενα στην Κέρκυρα όταν η Πολιτεία αυτή καταλύθηκε. Η κατάλυσή της, επισημαίνει ο Θουκυδίδης, προκάλεσε αποδέσμευση των άγριων ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης και παραμέρισε «τους κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες». Απλώθηκε κάθε μορφής κακία στον ελληνικό κόσμο και «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα κάθε ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο και εξαφανίστηκε».
Αναφορικά με αυτές τις επισημάνσεις του Θουκυδίδη όσο και άλλων σύγχρονων αναλυτών, οι οποίοι λίγο πολύ ή με τον ένα ή άλλο τρόπο ανήκουν στην Θουκυδίδεια παράδοση, όπως οι Μακιαβέλι και Morgenthau, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι δεν κάνουν αξιολογικές ή υποκειμενικές κρίσεις. Καταγράφουν, περιγράφουν και ερμηνεύουν με πραγματολογικά επαληθευόμενο τρόπο το αυτονόητο και διϋποκειμενικά πασίδηλο γεγονός της ατομικής ανθρώπινης ετερότητας και των ορμών για κυριαρχία και για απόκτηση ισχύος ανάλογα με τις ανάγκες για επιβίωση.

Η κλασική φιλοσοφική και ιστορική πραγματεία, ακριβώς, περιγράφει το γεγονός ότι η απέραντη και απειθάρχητη σε μεταφυσικούς προσδιορισμούς ατομική ανθρώπινη ετερότητα για να διεξάγει ένα πολιτισμένο συλλογικό βίο απαιτείται να είναι πολιτικά ενταγμένη. Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού στην αρχαιότητα εκπληρωνόταν στο πλαίσιο της Πολιτείας. Στην σύγχρονη εποχή επιχειρείται να εκπληρωθεί στο πλαίσιο αυτού που επικράτησε να ονομάζεται ως έθνος-κράτος.

Οι κοινωνίες του πλανήτη είναι και συνεχίζουν να είναι διακριτές, ετερογενείς και ανομοιογενείς δημιουργώντας έτσι μια απροσμέτρητη κοινωνική ανομοιομορφία. Γι’ αυτό, καίριας σημασίας κριτήριο για την κατανόηση του Πολιτικού γεγονότος είναι ότι λόγω κοινωνικού κατακερματισμού του πλανήτη ποτέ δεν ήταν εφικτό (και συνεχίζει να μην είναι εφικτό) να συντελεστεί οικουμενικά. Παρά τις κατά καιρούς δυναστικές αξιώσεις ή αφελείς διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες περί πλανητικής κοινωνικής ενότητας, αποδείχθηκε ότι το Πολιτικό γεγονός όπως είναι κλασικά νοηματοδοτημένο, εκπληρώνεται μόνο στο πλαίσιο διαμορφωμένων και κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων κυρίαρχων κοινωνιών των οποίων η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ενσαρκώνει την κοσμοθεωρητική και ηθικοκοκανονιστική ετερότητα μιας έκαστης εξ αυτών.

3. Η σχέση ετερότητας, ελευθερίας και Πολιτείας

Όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Χρήστο Γιανναρά, η ανθρώπινη ετερότητα, η ανθρώπινη ελευθερία και το Πολιτικό γεγονός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. Τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο, επιπλέον, η ετερότητα, ατομική και συλλογική αντίστοιχα, είναι οντολογικού περιεχομένου. Έτσι, όπως εύστοχα τονίζεται από τον Χρήστο Γιανναρά, «το γεγονός της δυναμικά ενεργούμενης ετερότητας σημαίνει-επισημαίνει την ελευθερία του υποκειμένου: τη δυνατότητά του να είναι αυτό που είναι, υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, δηλαδή ετερότητα ως προς καθετί που δεν είναι ο εαυτός του – ύπαρξη αδέσμευτη από κάθε αναγκαιότητα γενικού προκαθορισμού, κοινών ιδιωμάτων, εξαρτημένης υπαγωγής, μεταβολής και αλλοίωσης». Υπό αυτό το σύνθετο και αληθές πρίσμα, «η πολιτική ήταν ένα οντολογικό ζητούμενο, όχι ένα χρηστικό μέσο. Γι’ αυτό πρώτιστος στόχος της πολιτικής ήταν να αληθεύει ο βίος: να αποτελεί η πόλη-πολιτεία δυναμική μίμηση του κοσμικού προτύπου».

Εξετάζοντας το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης από την σκοπιά των διεθνών σχέσεων, παρατηρείται ότι η ατομική ανθρώπινη ετερότητα εντάσσεται πολιτικά και προσαρμόζεται στον συλλογικό πολιτικό βίο χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της ή την ελευθερία της απέναντι σε αλλότριες δυναστικές αναγκαιότητες μόνο όταν πληρούνται δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά το αισθητό και πνευματικό περιεχόμενο της Πολιτείας, και η δεύτερη, την σχέση της με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες πολιτείες:

Πρώτη προϋπόθεση είναι να διασφαλίζεται πολιτική οργάνωση στο πλαίσιο μιας Πολιτείας με την αριστοτελική έννοια του όρου. Αυτό κατά βάση σημαίνει ότι τα μέλη και οι ομάδες της συλλογικής οντότητας διεξάγουν ένα διαρκή συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο ο οποίος αενάως προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τον συλλογικό τρόπο ζωής στην βάση των πνευματικών και αισθητών κριτηρίων που ιστορικά συνθέτουν την ετερότητα κάθε συγκεκριμένης κοινωνικής ένωσης.

Δεύτερη προϋπόθεση είναι η συλλογική οντότητα να είναι προικισμένη με πολιτική κυριαρχία που την διασφαλίζει κατά των έξωθεν αλλότριων δυναστικών (κατά της ετερότητάς της), αναγκαιοτήτων. Με όρους θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των Νέων Χρόνων, αυτό αναφέρεται ως αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και με πολιτικούς όρους ως εθνική ανεξαρτησία.

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συναρτημένες και εξαρτώμενες. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο και αμφότερα δημιουργούν ένα ενδοκρατικό και διακρατικό ορθολογισμό συμβατό με την κοινωνικοπολιτική μορφολογία του παγκόσμιου χώρου. Αυτός ο ορθολογισμός αποσταθεροποιείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από εξομοιωτικές και ισοπεδωτικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες. Οι τελευταίες, χωρίς ποτέ να έχουν παράγει μια αξιόπιστη πρόταση μη γενοκτονικής κοινωνικής εξομοίωσης και πολιτικής ενότητας, ταλάνισαν και συνεχίζουν να ταλανίζουν την πολιτική σκέψη στρέφοντάς την ενάντια στην ίδια την συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, ενάντια στην αξίωση κάθε κοινωνίας να αναπτύσσει κυρίαρχο πολιτικό σύστημα συμβατό με την κοσμοθεωρητική και ηθική διαμόρφωσή της.

4. Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας ως αυτονόητη κατάκτηση

Συνέχεια των συλλογισμών που προηγήθηκαν, επισημαίνω και τονίζω το γεγονός ότι στην κλασική εποχή, το απόγειο δηλαδή των διακρατικών ρυθμίσεων όλων των εποχών, σ’ αντίθεση με την σύγχρονη εποχή που διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα είναι ευρέως διαδεδομένα, η ανεξαρτησία των Πόλεων ήταν σχεδόν αυτονόητο κεκτημένο, η αμφισβήτηση του οποίου, όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης ήταν κύριο αίτιο της αντι-Αθηναϊκής συσπείρωσης και του μεγάλου καταστροφικού πολέμου.

Ο έλεγχος των αναθεωρητικών τάσεων, πάντως, διασφαλιζόταν όχι μόνο με την ανάπτυξη μιας διεθνούς κοινωνίας Πόλεων που δημιουργούσε ένα ευρύ πλέγμα διεθνών θεσμών και νορμών διακρατικής συμπεριφοράς (Κοινά, Αμφικτιονίες, Συνδέσμους κτλ), αλλά επίσης και με την διασφάλιση ισορροπίας ισχύος κατά των αναθεωρητικών τάσεων των ισχυρότερων κρατικών συντελεστών της αρχαιότητας.
Το Πολιτειακό γεγονός το οποίο και σηματοδότησε το μεγάλο άλμα που απομάκρυνε τους ανθρώπους από την εποχή της βαρβαρότητας και τους έφερε στην εποχή του Πολιτικού γεγονότος, του πολιτικού πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών, συντελέστηκε, ακριβώς, επειδή επικράτησε η ιδέα του κατά κοινωνία κυρίαρχου συλλογικού βίου υπό συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας.

Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας, ακριβώς, ήταν υπέρτατη αξία στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις της εποχής. Η αμφισβήτησή αυτού του ιδεώδους αποτελούσε αίτιο πολέμου το οποίο η Αθήνα αλλά τελικά και όλος ο υπόλοιπος κόσμος πλήρωσε πολύ ακριβά, μιας και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέστρεψε το κλασικό σύστημα Πόλεων και έθεσε την ανθρωπότητα σε τροχιά αυτοκρατορικών συγκρούσεων δύο χιλιετιών μέχρι περίπου και τον 16ον αιώνα.

Μόνο μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 είναι που επιχειρείται η ανάδειξη του κράτους ως θεσμού που αναβιώνει την ιδέα της κλασικής πολιτείας, δηλαδή της ανάπτυξης Πολιτικού γεγονότος κατά κοινωνία και όχι κατά κόσμο. Σύμφωνα με την άποψη πολλών, βεβαίως, αυτό δεν κατορθώθηκε πλήρως, και αντί αναβίωσης της Πολιτείας, δημιουργήθηκαν πολλά κακέκτυπά της, δηλαδή όσα σύγχρονα κράτη παραπαίουν λόγω πνευματικής και πολιτικής εξάρτησης ή υποδούλωσης. Ταυτόχρονα, παρά την συντριπτική επικράτηση της κυριαρχίας ως διαμορφωτικού κριτηρίου και ως μορφής πολιτειακής οργάνωσης, οι άνθρωποι ποτέ δεν έπαψαν τους τελευταίους αιώνες να αναζητούν αντιστροφή της ανθρώπινης οντολογίας υιοθετώντας εξομοιωτικές παραδοχές. Δηλαδή ποτέ δεν έπαψαν να στρέφονται ενάντια στον συλλογικό εαυτό τους, δηλαδή, να στρέφονται ενάντια στην κυριαρχία της δικής τους κοινωνίας υιοθετώντας διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα. Αυτά τα ιδεολογήματα και θεωρήματα είναι σίγουρα σημαντικά αίτια πολέμου που αν και μορφικά μεταμφιέζονται την μια μετά την άλλη ομολογία πίστεως, ως προς το περιεχόμενό τους και κυρίως τις συνέπειές τους παραμένουν σταθερά εξομοιωτικά.

5. Παράβλεψη των αιτιών πολέμου και πολιτική θεωρία

Λιγότερο στην κλασική εποχή και περισσότερο τα νεότερα χρόνια, κύριο αίτιο αναρίθμητων παραλογισμών της πολιτικής θεωρίας αποτέλεσε η αδυναμία κατανόησης των πραγματικών αιτιών πολέμου. Επειδή ακριβώς πολλοί αγνοούν τα πραγματικά αίτια πολέμου, ήταν και συνεχίζει να είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο τερματισμός του πολέμου, η ύπαρξη βιώσιμων κανονιστικών δομών και η ειρήνη-σταθερότητα –αγαθά που είναι μάλλον κεκτημένα και δεδομένα στο εσωτερικό κάθε βιώσιμου κυρίαρχου κράτους– είναι εύκολο να εκπληρωθούν στο πλαίσιο κάποιου είδους παγκόσμιας κανονιστικής δομής που θα μπορούσε, δήθεν, να λειτουργήσει εύρυθμα και παρά τον οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικό κατακερματισμού του πλανήτη.

Αυτή η θεμελιώδης πλάνη για πολλούς και ποικίλους λόγους βασικά παραβλέπει ή παρακάμπτει την προαναφερθείσα οντολογικά θεμελιωμένη συλλογική ετερότητα των κοινωνικών ενώσεων. Οδηγεί σε εξομοιωτικές παρωπίδες που εμποδίζουν την κατανόηση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ετερότητα (σ’ αυτό ουσιαστικά αναφερόμαστε, επαναλαμβάνουμε, όταν ομιλούμε για «ανθρώπινη φύση») για να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες του συλλογικού βίου, είναι αναγκαίο να ανήκει σε κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές που θα νομιμοποιούν και θα καθιστούν βιώσιμο και λειτουργικό τον συλλογικό τρόπο ζωής.

Κάθε στοχασμός στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας ή της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων για να μην περιέχει λογικά και επιστημονικά σφάλματα απαιτείται να λαμβάνει υπόψη το οντολογικό γεγονός της ετερότητας κάθε ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε διαμορφωμένης συλλογικής οντότητας.

Η σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη ετερότητα κάθε ατόμου είτε όταν παράγει επιθετικές ορμές είτε όταν εκδηλώνεται δημιουργικά και ωφέλιμα, απαιτείται να εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική ηθικοκανονιστική δομή που φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας περιέγραψαν ως Πολιτεία και που σήμερα ονομάζουμε έθνος-κράτος.

Η ένταξη κάθε ανθρώπινης ετερότητας σ’ ένα πολιτικά οργανωμένο συλλογικό βίο, εξάλλου, δεν προδιαγράφεται στην βάση μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων ή παραγόντων. Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική επιλογή και συλλογική επιλογή στο στάδιο που μια διακριτή κοινωνία αγωνίζεται για να κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.

6. Η αλληλένδετη φύση πολιτειακού και ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού

Μεγάλο μέρος των προβλημάτων των διεθνών σχέσεων οφείλεται στο γεγονός ότι αναρίθμητοι αναλυτές παρακάμπτουν ή παραβλέπουν το γεγονός ότι η πολιτική διαμόρφωση μιας κοινωνίας και οι αποφάσεις ενός εκάστου ατόμου να συμμετάσχει στον συνεπακόλουθο συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο δεν συντελείται στο εσωτερικό δοκιμαστικών σωλήνων κάποιου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου εργαστηρίου. Όποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο –η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα τέτοιο εργαστήριο– οι κοινωνίες αντιδρούν αξιώνοντας κυρίαρχη-ανεξάρτητη συλλογική πολιτική οργάνωση που αν και περιστασιακά την στερούνται διεκδικούν όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μεταφυσικά κριτήρια που γεννιούνται στο μυαλό κάποιου μεμονωμένου εγκεφάλου ποτέ δεν αποτέλεσαν βάση μιας βιώσιμης Πολιτείας και όποτε αυτό επιχειρήθηκε η αναπόδραστη τελική αποτυχία προκαλεί αναρίθμητες ανθρώπινες καταστροφές ή ακόμη και εκατόμβες όταν λαμβάνουν χώρα εμφύλιες διενέξεις που σταθεροποιούν την κοινωνική ετερότητα στο εσωτερικό ενός κράτους.
Οι κοινωνικοπολιτικές οντότητες για να είναι πολιτειακά βιώσιμες προηγούνται σφυρηλατήσεις συλλογικών κοσμοεικόνων, κοσμοθεωρητικών παραδοχών, ανθρωπολογικών υπόβαθρων, συλλογικών ταυτοτήτων, στρατηγικών προσανατολισμών και ηθικοκανονιστικών συστημάτων που στηρίζουν συμβατά με αυτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Όλα αυτά είναι ορθολογικά διευθετημένα –ή κατατείνουν προς ένα τέτοιο ορθολογισμό– όταν αποτελούν προϊόν κοινωνικών μεθέξεων στο πλαίσιο ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου και ποτέ όταν ορίζονται αυθαίρετα και μεταφυσικά.

Η αποτυχία της αυτοκρατορικής ιδέας δεν ήταν τυχαία ή συμπτωματική. Κατέρρευσε μπροστά στις διαρκείς αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη. Όπως καταμαρτυρεί κάθε αγώνας κυριαρχίας-ανεξαρτησίας στην ιστορική διαχρονία, οφείλεται στο γεγονός της ετερότητας των συλλογικών οντοτήτων και των αέναων αξιώσεών τους για πολιτική κυριαρχία. Αυτό είναι το αίτιο της συντριβής των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και του συνεπακόλουθου κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού που προσάρμοσε σταδιακά τους τελευταίους αιώνες τις πολιτειακές δομές στην κοινωνική δομή του κόσμου. Σήμερα, υπενθυμίζω, υπάρχουν γύρω στα διακόσια κράτη έναντι μερικών δεκάδων τον περασμένο αιώνα και ακόμη λιγότερων αυτοκρατοριών των προγενέστερων αιώνων. Το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα κράτη βιώσιμες πολιτείες δεν οφείλεται στην αξίωση της κυριαρχίας αλλά κυρίως στο γεγονός ότι μέσα από τις στάχτες των αυτοκρατοριών δεν γεννιόνταν πάντοτε κράτη προικισμένα με επαρκώς διαμορφωμένα κοινωνικά σύνολα. Στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, εξάλλου, δημιούργησαν τόσο τεχνητά κρατικά μορφώματα μεγάλης εσωτερικής ανομοιομορφίας όσο και συνοριακές και πληθυσμιακές κατανομές που αναπόδραστα αμφισβητήθηκαν.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιστορικά, η αξίωση για εθνική ανεξαρτησία σήμαινε στην πράξη ότι το Πολιτικό γεγονός εκδηλώνεται στο επίπεδο κάθε κοινωνίας και όχι στο επίπεδο της οικουμένης η οποία, οικουμένη, σήμερα όπως και στο παρελθόν, στερείται ενοποιημένου κοινωνικού υποβάθρου. Η αξίωση για κοινωνικοπολιτική δόμηση του κόσμου με τρόπο συμβατό με την συλλογική ετερότητα κάθε κοινωνικής ένωσης, εξάλλου, σήμαινε ότι οι αγώνες ανεξαρτησίας ήταν ταυτισμένοι με την έννοια της ελευθερίας, δηλαδή με την απόρριψη αλλότριων κατεξουσιασμών. Ασφαλώς, αν υπήρχαν οι αναγκαίες κοσμοθεωρητικές, ηθικοκανονιστικές, ανθρωπολογικές και άλλες προϋποθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα θα ίσχυε ακριβώς το ίδιο οικουμενικά, θα είχαμε, δηλαδή, μια παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή, δηλαδή μια παγκόσμια Πολιτεία.
Αυτό όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι εφικτό μιας και ποτέ δεν υπήρξε μια παγκόσμια κοινωνία αλλά πολλές ετερογενείς και ανομοιογενείς κοινωνικές οντότητες.

7. Ο αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας της θουκυδίδειας παράδοσης

Οι πιο πάνω πτυχές, είναι θεμελιώδεις και αφορούν ζωτικά τα διεθνή συστήματα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Σ’ αυτό οφείλεται και η αιώνια αξία του Παραδοσιακού Παραδείγματος που εδράζεται στην Θουκυδίδεια παράδοση, την παράδοση δηλαδή που περιγράφει την Υπαρκτική ετερότητα κάθε κοινωνίας και την συνεπακόλουθη ηθικοκανονιστική ετερότητα που διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι.

Οι πιο σύγχρονες προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης και πιο συγκεκριμένα η ρεαλιστική παράδοση, εστιάζουν το ενδιαφέρον στην κρατοκεντρική κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου και στην απορρέουσα σημασία της εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής οντότητας τόσο ως βάσης λειτουργίας του διεθνούς συστήματος όσο και ως βάσης ηθικής συγκρότησης του κόσμου.
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι, διόλου τυχαία, η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή των ρεαλιστικών θεωριών είναι σαφώς αντιηγεμονικών προεκτάσεων. Αναμενόμενα, επίσης, περιγράφοντας το αναπόδραστο γεγονός της ύπαρξης αιτιών πολέμου σύμφυτων με την δομή του διεθνούς συστήματος, με επιστημονική υπευθυνότητα και αξιοπιστία εξηγούν ότι η κατανομή ισχύος και η ευαισθησία που επιδεικνύουν οι ηγεμονικές δυνάμεις στις διαφαινόμενες ανακατανομές ισχύος αποτελούν κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής.

Κείμενα όπως ο Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική του Gilpin και Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων του Mearsheimer που αποτελούν έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογικά ουδέτερες ερμηνείες της σύγχρονης πολιτικής υπό το πρίσμα της θουκυδίδειας παράδοσης, προσφέρουν μια σχεδόν συνολική και σφαιρική ερμηνεία της σύγχρονης εποχής που κανείς σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει ή να παρακάμψει.

Αν και κανείς από όσους είναι συνειδητοποιημένοι για τις φοβερές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης στην διεθνή πολιτική δεν θα μπορούσε εύκολα να προσυπογράψει την θέση πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες μακρών περιόδων σταθερότητας, η ειρήνη και η σταθερότητα, έστω και για κάποιες μόνο ιστορικές περιόδους, εξαρτώνται από την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος και μιας συναρτημένης με αυτή διεθνούς τάξης που δεν αμφισβητείται.

8. Ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και λιγότερο ισχυρά κράτη

Ένα εύλογο ερώτημα είναι η θέση και ο ρόλος ενός λιγότερου ισχυρού κράτους όταν είναι αληθές πως το εκ φύσεως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τιμωρεί ανελέητα όσα κράτη παραμελούν τα συμφέροντά τους, ιδιαίτερα το συμφέρον επιβίωσης. Αν και δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ, θα τόνιζα το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ένα λιγότερο ισχυρό κράτος απαιτείται να είναι ακόμη πιο ευαίσθητο για την κατανομή ισχύος, τα αίτια που προκαλούν ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων στην ανελέητη σύγκρουσή τους για ισχύ και ηγεμονία.
Ενώ μια μεγάλη δύναμη δύσκολα θα έχανε την ανεξαρτησία της ακόμη και αν ηττηθεί, η αμέλεια μιας μικρής δύναμης να ελιχθεί ορθολογιστικά στα περιθώρια της ισχύος και να διασφαλίζει συνθήκες ισορροπίας και ασφάλειας, δυνατό να σημαίνει συνολική απώλεια της ελευθερίας της, δηλαδή της
εθνικής της ανεξαρτησία.

Οι ατέλειες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος είναι ακόμη μεγαλύτερες και βαθύτερες σε σύγκριση με αυτές του κλασικού συστήματος Πόλεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λόγω τεχνολογίας η άνιση ανάπτυξη είναι δραστικότερη και οι καταστροφές του πολέμου πιο εκτεταμένες.
Πιο καταστροφικές ακόμη και από τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, όμως, είναι οι ιδέες που δηλητηριάζουν τον ορθολογισμό των συγχρόνων Πολιτειών αποσταθεροποιώντας το κονωνικοπολιτικό τους σύστημα και μπερδεύουν τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες.
Ενώ κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων όλες οι κοινωνίες κατά βάση αγωνίστηκαν και κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, δηλαδή την εθνική τους ανεξαρτησία όπως σήμερα ονομάζεται, παρατηρούμε ότι ταυτόχρονα, κυρίως οι κοινωνίες μικρότερων κρατών, αλλόκοτα και παράδοξα συχνά κυριαρχούνται από θεωρήματα και ιδεολογήματα που υπονομεύουν αυτή την εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για μια παραδοξότητα που ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να ερμηνεύσεις με λογικούς όρους.

Ενώ δηλαδή η ανάδειξη του κράτους καθιέρωσε την σύγχρονη πολιτεία ως θεσμό συλλογικής ελευθερίας και την κυριαρχία ως διεθνές καθεστώς που οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο προορίζονται να διασφαλίσουν, όπως ήδη τονίστηκε, μύριες αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων μεταφυσικά προσδιορισμένων υπονομεύουν την κρατική κυριαρχία χωρίς ασφαλώς να προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική δυνατότητα δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ενός παγκόσμιου κράτους που θα την ενσαρκώνει. Ουσιαστικά, τονίζεται ξανά, πρόκειται για υπέρτατο παραλογισμό και σημαντικό αίτιο πολέμου του σύγχρονου κόσμου. Αν μια οποιαδήποτε θεώρηση διεθνών σχέσεων θέλει να είναι απαλλαγμένη λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων, απαιτείται να αποδέχεται προγραμματικά τον οντολογικά θεμελιωμένο κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και την ασυμβατότητα με αυτό τον χαρακτήρα όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών. Μια τέτοια επιστημολογική παραδοχή δεν είναι ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά επιλογή συμβατή με τις κρατοκεντρικές οντολογικές διαμορφώσεις του σύγχρονου κόσμου. Οι κοινωνίες με τους αγώνες ανεξαρτησίας έκαναν τις επιλογές τους τα αποτελέσματα των οποίων οριοθετούν και το πεδίο της διεθνολογικής ανάλυσης.

Θα προσθέταμε πως ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση ενός αναλυτή των διεθνών σχέσεων σε εξομοιωτικές λογικές, πολύ περισσότερο σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν, τον εξωθεί σε θανάσιμα επιστημονικά και λογικά σφάλματα που μηδενίζουν την ανάλυσή του και τον εντάσσουν στο ανορθολογικό σύστημα των ανορθολογικών δογμάτων που αντιβαίνουν στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και τη συλλογική ανθρώπινη ελευθερία. Παράλληλα, είναι αληθές, όπως εύστοχα θεμελίωσαν αναλυτές όπως ο Edward H. Carr, ότι η διυποκειμενική ιστορική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός γνήσιος διεθνισμός. Οι επαναστατικές ιδέες διεθνιστικού χαρακτήρα και οι α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που τις επικουρούν επιζητώντας την δημιουργία μιας παγκόσμιας κανονιστικής δομής είναι πάντοτε μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων των οποίων μόνο το όνομα και το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την εποχή και την ιστορική συγκυρία.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Carr, αναμφίβολα ο θεμελιωτής της σύγχρονης επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων, γρήγορα εγκατάλειψε αυτή την δραστηριότητα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η λεγόμενη θεωρία διεθνών σχέσεων όπως εξελίχθηκε αποτελεί πλέον εργαλείο των κυρίαρχων αγγλοσαξονικών αξιώσεων ισχύος. Αυτή είναι μια βαρυσήμαντη επισήμανση που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην μεσογειακή χώρα στην οποία μεγαλούργησε ο Θουκυδίδης και στην οποία, όμως, τα Τμήματα διεθνών σχέσεων πολλαπλασιάζονται όπως τα μανιτάρια δεσμεύοντας τεράστιους κοινωνικούς πόρους που δεν είναι σίγουρο ότι τελικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά της ή την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Όλως, περιέργως, βεβαίως, επιβεβαιώνοντας τον Carr, παρατηρείται πως αυτά τα Τμήματα και τα εξαρτώμενα από αυτά Ινστιτούτα, κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο από εξομοιωτικά θεωρήματα και ιδεολογήματα την καλλιέργεια των οποίων πέραν των πόρων που αντλούνται από τους ιθαγενείς φορολογούμενους, παράσχουν ακόμη και αλλόκοτοι διεθνοπολιτικοί χρηματιστηριακοί αναρχικοί –με γνωστές διασυνδέσεις με τις “υπηρεσίες” της υπερατλαντικής δύναμης– όπως ο George Soros.