Ο Πιέριος οπλαρχηγός Λάζος, μετά των οπαδών του.
Ο Λάζος, ο γενάρχης των Λαζαίων, ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς κλεφταρματολούς του ΙΗ’ (δέκατου όδγοου) αιώνα. Για τους Λαζαίους στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εκδοτική Αθηνών Α.Ε. τομ. ΙΑ’) γράφονται τα εξής: «Από τους επιφανέστερους κλεφταρματολούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας ήταν οι Λαζαίοι, με γενάρχη τον Λάζο και έδρα τη Μηλιά, κοντά στην Κατερίνη. Περισσότερο γνωστοί ήταν οι γιοι του, γεννημένοι μετά το 1770, οι ονομαζόμενοι Λαζαίοι ή Λαζόπουλα, Γιάννης, Λιόλιος, Δήμος και Κώστας, οι οποίοι ήταν πολύ συμπαθείς στους αρματολούς γιατί διακρίνονταν για το ήθος, τη φρόνηση και την ανδρεία τους… ώστε να προκαλούν τον φόβο στον Αλή πασά των Ιωαννίνων… Γι’ αυτό περίμενε με υπομονή την κατάλληλη ευκαιρία για να τους εξοντώσει….»
Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Έξαρχος Τόλιος Λάζος (περίπου 1705-1800), με καταγωγή από την Ελασσόνα , ο οποίος ανέλαβε επικεφαλής των καπεταναίων στο αρματολίκι της Πιερίας, με έδρα τη Μηλιά Πιερίας. Ο Τόλιος Λάζος έλαβε μέρος στην επιτυχημένη επιχείρηση στην Κάλλιανη μαζί με άλλους κλέφτες. Αποτέλεσμα της επιχείρησης ήταν η λεηλασία του τσιφλικιού και η αρπαγή 94 φορτωμάτων ζώων με πλούσια λεία. Στα Ορλωφικά, συγκρούστηκε με τους Τούρκους και αναγκάστηκε να καταφύγει στο Αιτωλικό. Έπειτα από τρίμηνη πολιορκία, κατάφερε να αντισταθεί και να επιστρέψει στα λημέρια του στον Όλυμπο. Απέκτησε 4 γιους:
Η υπογραφή και η σφραγίδα (σφραγιδα-δαχτυλίδι) του Τόλιο Λάζου από έγγραφο που υπογράφτηκε στην Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο, από τους Ολύμπιους καπεταναίους.
* Γιάννης Λάζος: Σφάχτηκε στον Τύρναβο (1813) από το Βελή Πασά, μαζί με 36 άλλα μέλη της οικογένειας των Λαζαίων. Ο γιος του, Τόλιος, γλίτωσε την ομαδική σφαγή επειδή ήταν 12 ετών και αργότερα έγινε χιλίαρχος στο Θεσσαλομακεδονικό Σώμα. Πέθανε νέος στις 15 Φεβρουαρίου 1836. Ο γιος του, Γιάννης, σκοτώθηκε το 1835 σε συμπλοκή με Γκέγκηδες έξω από το Λιβάδι.
* Λιόλιος Λάζος: Απαγχονίστηκε το 1815 στην Πόλη, μαζί με τους 2 γιους του
* Δήμος Λάζος: Σκοτώθηκε στη Μηλιά από το Βελή Πασά. Κατά μία άλλη εκδοχή, σουβλίστηκε στη Μαλαθριά, σημερινό Δίον Πιερίας.
* Κώστας Λάζος: Στάλθηκε από το Βελή Πασά στα Γιάννενα, όπου ανασκολοπίστηκε από τον Αλή Πασά.
Στη συνέχεια, τα μέλη της οικογένειας ταυτίστηκαν με τον αγώνα τους κατά του Αλή Πασά. Έτσι, οι Λαζαίοι έγιναν και κουρσάροι, με κέντρο δράσης τις Σποράδες, όπου μεταφέρθηκαν με τις οικογένειές τους. Στα 1795 καταφέρνουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τον Παγασητικό και επιστρέφουν στα βουνά όταν ο οργισμένος Αλή πασάς στέλνει τους γιους του, Βελή και Μουχτάρ, με σκοπό να συντρίψουν τους Λαζαίους. Έπειτα, έγινε προσωρινή εκεχειρία με τον Αλή, ως το 1804, οπότε επιδεινώνονται ξανά οι σχέσεις της Ρωσίας με την Τουρκία. Οι Λαζαίοι έγιναν ξανά κουρσάροι και ενώθηκαν με το ρωσικό στόλο, νικώντας την τουρκική αρμάδα
στην Τένεδο, το 1807. Την ίδια χρονιά σκοτώθηκε ο Νικοτσάρας, στενός συνεργάτης των Λαζαίων και μέχρι το 1812 η δράση τους συνεχίστηκε στα βουνά.
Η ηρωική οικογένεια βρήκε το θάνατο σε ενέδρα του Αλή Πασά, ο οποίος έπεισε να μεταβούν στα Ιωάννινα για διαπραγματεύσεις οι Λιόλιος και Κώστας Λάζος μαζί με τον 12χρονο Τόλιο Λάζο, γιο του Γιάννη Λάζου, που ήταν ο πρωτότοκος γιος του γενάρχη της οικογένειας, Λάζου. Το 1813 ο Αλής έστειλε το γιο του Βελή στη
Μηλιά της Πιερίας, όπου σκοτώθηκε ο Δήμος Λάζος, πολεμώντας κατά του κατακτητή.
Διασώθηκαν ο Λιόλιος και ο 12χρονος Τόλιος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον Τύρναβο και έπειτα στη Λάρισα. Η καταστροφή της ιστορικής οικογένειας συντελέστηκε στο “μακελείο” της Λάρισας, όπου σφαγιάστηκαν .
Ο Κώστας Λάζος κατακρεουργήθηκε στα Ιωάννινα και η γυναίκα του Λιόλιου ήταν αιχμάλωτη του Αλή. Ο Λιόλιος έγινε ξανά πειρατής και πολιορκήθηκε στην Πάρο από τον Ομέρ Πασά της Καρύστου. Πιάστηκε και οδηγήθηκε στο Σουλτάνο, όπου απαγχονίστηκε. Η οικογένεια του Λιόλιου μαζί με 50 ακόμα συγγενείς του αιχμαλωτίστηκε και όλοι μαζί κάηκαν στα αμπάρια της τούρκικης ναυαρχίδας, η οποία ανατινάχθηκε από τον Κανάρη, το 1822. Ο Μητροπολίτης Χίου κατόρθωσε να εξαγοράσει μόνο τους 2 ανήλικους γιους του Λιόλιου, τον Τόλιο Λάζο και το Δήμο Λάζο.
Τόλιος και Δήμος Λάζος
Στα χρόνια τους έδρα του αρματολικιού έγινε το Λιβάδι Ελασσόνας. Ο Τόλιος (1803-1878) ξαναδημιούργησε με τον αδερφό του το αρματολίκι του Ολύμπου, το 1826 και κατέφυγαν το 1841 στη Νέα Πέλλα Αταλάντης. Ο Δήμος (1804-1865) έλαβε μέρος , όπως και ο αδερφός του, στην Επανάσταση της Θεσσαλίας. Γιοι του Δήμου ήταν ο Γιάννης Λάζος , γιατρός (1839-1921) και ο στρατιωτικός Αλέξανδρος Λάζος (1844-1925). Οι δύο αυτοί Λαζαίοι πολέμησαν στην Επανάσταση του Ολύμπου (1878).
Τα ερείπια του πύργου των Λαζαίων στην Άνω Μηλιά
Στα 1700 ο Ζήδρος ανέλαβε πρώτος αρχηγός στο αρματολίκι του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας. Αυτό είχε έδρα το Λιβάδι Ολύμπου και βρισκόταν στη γραμμή Ολύμπου, Πιερίων και Τιτάρου. Ο Ζήδρος αναγνωρίστηκε ως αρματολός με σουλτανικό φιρμάνι. Διένειμε μικρότερες περιοχές από το αρματολίκι του σε άλλους κλέφτες της περιοχής και σε πρωτοπαλίκαρα, όπως ο Λάζος, ο Τσάρας , ο Βλαχοθόδωρος και άλλοι.
Ειδικότερα, η Πιερία δόθηκε στο Λάζο και ο Πλαταμώνας στο Σύρο, με τα Χάσια να πηγαίνουν στο Βλαχάβα και τα Γρεβενά στον Τόσκα. Μετά το Ζήδρο, το αρματολίκι διοικήθηκε από τον Τσάρα, το Βλαχοθόδωρο, τους Λαζαίους , τον Γκέγκα και πολλούς άλλους. Μετά το 1740, οι αρματολοί, που μεταπήδησαν στις τάξεις των κλεφτών έκαναν συντονισμένη επίθεση στην Κάλλιανη, τότε τσιφλίκι, στα Σέρβια. Ο καπετάν Ζήδρος από το Λιβάδι ήταν εκ των ανθρώπων που ηγήθηκαν της επιχείρησης αυτής. Αυτή η ομαδική δράση των κλεφτών απέφερε 94 φορτώματα ζώων με πλούσια λεία, σε χρήματα .
Ανάμεσα στους ιδρυτές της Μηλιάς ήταν και η οικογένεια των Λαζαίων. Οι Λαζαίοι έκτισαν το 17ο αι. οχυρό πύργο, λιθόκτιστο σε περίοπτη θέση, που θυμίζει τον τύπο των βυζαντινών σπιτιών του Μυστρά, με θολωτό ισόγειο, όπου φύλαγαν τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα. Η αρχιτεκτονική του πρέπει να παρουσίαζε ομοιότητες με τους πύργους της του Αγίου Όρους (Καρακάλου – Σταυρονικήτα) και τα πυργόσπιτα της Μάνης και της Τσαρίτσανης, που ήταν ψηλοί και διαμόρφωναν κατάχυστρα και πολεμίστρες στην ανωδομή. Ο πύργος είχε κατά την παράδοση υπόγεια έξοδο διαφυγής προς τον λίγα μέτρα χαμηλότερο ευρισκόμενο νερόμυλο, ο οποίος παρουσιάζει όμοια τοιχοποιία με αυτόν. Την ίδια περίοδο φαίνεται να υφίσταται ο οικισμός των Καρυών, όπου ιδρύθηκε μοναστήρι στη θέση Άγιος Αντώνιος, όπως συμπεραίνεται από την κεραμική που εντοπίσθηκε επάνω στα ερείπια του.
Η καταστροφή της Μηλιάς και η ανατίναξη του Πύργου των Λαζαίων συνέβησαν στις 3-4 Απριλίου του 1822. Σήμερα στην Ανω Μηλιά σώζονται τα ερείπια του Πύργου, λίγο πιο κάτω από το καταφύγιο του ΕΟΣ Κατερίνης. Το όνομα των Λαζαίων φέρει ο Πολιτιστικός και Μορφωτικός Σύλλογος Κάτω Μηλιάς.
Ο ΛΑΖΟΣ (Θεσσαλία 1760)
1.Τρεις περδικούλες κάθουνταν εις την Μηλιάν επάνω.
2.Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα,
3.μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν:
4.Θεέ μου, τι να γίνηκεν ο έξαρχος ο Λάζος
5.πού ‘ταν στον κόσμο ξακουστός, στον κόσμο ξακουσμένος.
6.Λάζε μου, τι δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι
7.να περπατείς αρματολός στο μαύρο καβαλάρης,
8.να λάμπουν τα τσαπράζια σου τα φλωροκαπνισμένα,
9.δώδεκ’ αράδες τα κομπιά στα ρούχινα γελέκια,
10.να’ χεις και στο σπαθάκι σου χούφτα μαλαγματένια,
11.να κρούει ο ήλιος την αυγήν, να κρούει το μεσημέρι;
(Α. Πάσσοου, Ρωμαίικα Τραγούδια, Αθήνα 1860, LIX)
Η περιγραφή του Κασομούλη για την καταστροφή της οικογένειας των Λαζαίων, στο βιβλίο του, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος 1ος , σελ. 78-79.
Κατά το 1813, τον Απρίλιον μήνα, συγχρόνως και εν μια μέρα διαταχθέντες να κινηθούν οι δερβέναγκες πανταχόθεν, και ο Βελήπασας προσωπικώς, αφού ούτως ο Βεζύρης, με μιαν μοίραν διευθυνόμενος εις την Μηλιάν χωρίον, κατοικίαν των,(των Λαζαίων), επιπεσών έξαφνα δια νυκτός είς τον ύπνον συνέλαβεν όλους άνδρας και γυναίκας, εθανάτωσεν τον Δήμον Λάζου με μερικούς άλλους οίτινες αντιστάθησαν με τα όπλα. Κορεσθείς από το αίμα, αιχμαλώτισεν όλας τας οικογενείας του χωρίου, συγγενείς και φίλους, και έφερεν αυτάς εις το μακελλείον το οποίον έστησεν εις Λάρισσαν δι`αυτούς.
Ο Λιόλιος Λάζου, οι Τζαχιλαίοι, οι Συραίοι διαφύγοντες τον κίνδυνον, άλλοι προς την Θεσσαλονίκην τρέχοντες, άλλοι κρυπτόμενοι, άλλοι συγκεντρωθέντες – ο Λιόλιος με τους υιούς του διαβάς πάλιν εις την θάλασσαν και με 150 άνδρας από διάφορους Καπιταναίους, ενδύκνειεν πάλιν ότι ο σκοπός του Αλή πασά δεν ετελείωσεν καθ` ολοκληρίαν. (Εννοεί την καταστροφή των ληστοπειρατών που έγινε αρχές του 1813).
Ωργισμένοι όλοι, πατήρ και τέκνα, (εννοεί τον Αλή πασσά και τους γιούς του Μουχτάρ και Βελή) κατά της οικογένειας ταύτης (των Λαζαίων δλδ), αφού έκοψεν ο Βελήπασιας όλους τους άνδρας, γέροντας και μικρά παιδιά εις Λάρισσαν, ήφεραν εις το μακελλείον να σφάξουν και ένα ανήλικον έως 12 ή 13 χρονών, αθώον τέκνον, Τόλιον υιόν του Γιάννη Λάζου. Συμπαθεία κινούμενοι όλοι, Τούρκοι και Ρωμαίοι από τους περί τον Βελήπασια, ζητήσαντες να τοις χαρίση τούτον και καμφείς εις την αίτησίν των τον απέλυσεν.
Ιδών ο Βλαχοθόδωρος ,ο μακελλάρης των, ότι άφησεν ένα, προτείνων έμπροσθεν όλων ότι «Δεν ήτον καλόν – ούτε σποράν, εφέντη Βεζύρη μου, να αφήσεις από μία τοιαύτην οικογένειαν», ο Βεληπάσιας, καίτοι αιμοβόρος, συγχυσθείς δια την πρότασίν του ταύτην και ότι δεν εκορέσθει εισέτι από τόσον αθώον αίμα το οποίον εχύθη, αποκρίθη με οργήν προς αυτόν: – «Κερατά Βλαχοθόδωρε, αυτό το παιδί θα το αφήσω να σκοτώσει εσένα, όπου έγινες αιτία του θανάτου των πατέρων του και συγγενών, και άϊντε απ`εδώ να μη σε γλέπω».
Γεωργάκης Ολύμπιος – Αόρατη Αρχη της Φιλικής Εταιρίας Με περιοχή την Σερβία .
Βιογραφία
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι. Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους φημισμένους αρματωλούς του Ολύμπου, τους Λαζαίους, τους οποίους η Δημοτική μούσα έχει υμνήσει:
“«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα
Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρίστου η Ελασσώνα
ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος
και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα»”
Η μητέρα του Νικολέτα πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει την άμετρη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον δεν έπαιξε μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ολύμπιου. Σ’ όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν αδούλωτα κάστρα Λευτεριάς για το σκλαβωμένο Γένος. Οι καπεταναίοι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. αποτέλεσαν πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού για τον Ολύμπιο και έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χαρακτήρα, στο φρόνημα και στις ιδέες του. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου. Τα σωματικά αλλά προπαντώς τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάζεται στους αγώνες κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη.
Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολύμπιου
Προτομή του Γεωργάκη Ολύμπιου στην Κατερίνη
Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε με αιώνια φιλία με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρο του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ. Αποχαιρετώντας την έγκυο γυναίκα του της λέει: «Αν σκοτωθώ μη με κλάψεις, γιατί από μωρό παιδί είχα τάξει τη ζωή μου στην Πατρίδα. Τους γιους μου θέλω να τους δώσεις στην Ελλάδα. Η Ελευθερία της Ελλάδος αξίζει κάθε θυσία». Μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος ξέχασε τελείως τον ήρωα της Μονής Σέκου και την οικογένειά του. Αντί να φέρει τα οστά του στην «κλασικήν γην», όπως ήταν και η τελευταία του θέληση και να αναλάβει το έθνος τα παιδιά του, έδωσε στη χήρα Στάνα μια σύνταξη 140 δραχμών το μήνα και επειδή στερούνταν κάθε άλλου πόρου, μ’ αυτήν την πενιχρή σύνταξη έπρεπε να ζήσει αυτή, η κόρη της και τα δύο αγόρια. Στη σύζυγό του που δώρισε όλη της την περιουσία στη Φιλική Εταιρεία, για τον εθνικό αγώνα. Σε σχετικό άρθρο της εφημερίδας «Συνένωσις» που ανατύπωσε ο «Χρόνος» στο φύλλο της 28ης Μαρτίου 1845 διαβάζουμε:
«…Η οικογένεια του Γεωργάκη Ολυμπίου ψωμοζητεί σήμερον. Εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουν ουδένα μισθόν, με τοιαύτην μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανίων, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και μιας μητρός; Οι υιοί Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθουν τας οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργάκη Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη διά να παρακαλέση τους Υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσεν εις αυτόν τον οίκον, αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και τετραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα».[3] Στη βιογραφία του ήρωα που έγραψε ο Θεόδωρος Δ. Φράγκος με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Γεωργάκη Ολυμπίου το 1964 στο Λιβάδι και εξέδωσε ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Αθήνας διαβάζουμε: «Όλες μας οι προσπάθειες όπως βρούμε έστω και έναν απόγονο του Γεωργάκη από τον οποίο θα μαθαίναμε για την τύχη των παιδιών του απέβησαν δυστυχώς άκαρπες».
Η παιδεία του
Τις πνευματικές του ικανότητες τις εκδήλωνε ο Γεωργάκης στις συνεχείς ομιλίες του, εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, παντού και πάντοτε, όπου βρισκόταν. Ορκισμένος στις αξίες και τις αρχές της Φιλικής Εταιρείας και διαθέτοντας το ίδιο όραμα με το Ρήγα Φεραίο γύριζε από πόλη σε πόλη κάνοντας ομιλίες. Σε μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκτός από τη γνωστή, προφητική γι’ αυτόν ρήση του ότι: «ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», διασώζεται και το εξής απόσπασμα των παροτρύνσεών του προς το ακροατήριο για οικονομική ενίσχυση του αγώνα: «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που του χρειάζονται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους που στερούνται παντελώς αγαθών». Ο Γεωργάκης Ολύμπιος πίστευε στη μόρφωση του Λαού σα βασικό συντελεστή για την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του. Περίφημη είναι η προκήρυξή του, που βρέθηκε στα Αυστριακά αρχεία. Είναι ένα κείμενο που φανερώνει το ηθικό μεγαλείο και την πίστη του στην αξία της παιδείας:
«Ανδρείοι Έλληνες, Όλοι μας, ευγενείς, αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Ψηλά το κεφάλι αδέλφια. Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας.Εσώσαμεν εν τούτοις τη τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισε τους γυιούς της Ελλάδας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες Μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδας προτού να έρθει η βοήθειά τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες και μετά την εξόντωση των μορφωμένων να μη παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό, που τον φοβούνται στην αναγέννησή μας σα μελλοντικό επαναστατικό υλικό…».[4]
Η λαϊκή μούσα για τον Ολύμπιο
«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό,
πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα,
όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου,
λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι; γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι.
Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες.
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας,
σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου:
Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν
Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει».
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ- Του Ολύμπου και του Κισσάβου[5]
Ο μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ από το Σαιντ-Ετιέν της Γαλλίας (1772–1844), εξέδωσε στο Παρίσι το 1824-1825 σε δύο τόμους τα «Νεοελληνικά Τραγούδια», κάνοντας γνωστό στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης το αναμφισβήτητο δικαίωμα των Νεοελλήνων για ελευθερία και βοηθώντας ηθικά τον αγώνα τους, ίσως πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια. Με φιλελληνικό ζήλο και προσοχή, ο Φωριέλ άρχισε να συγκεντρώνει τα τραγούδια της συλλογής του, αμέσως με τα πρώτα μηνύματα των απελευθερωτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα, και το σπουδαιότερο, μπόρεσε ν’ αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό που είχαν οι Έλληνες του εξωτερικού, λόγιοι και εμπορευόμενοι και να καταγράψει μέχρι το 1824, τρία τραγούδια, μεταξύ των οποίων ένα για τον Γεωργάκη Ολύμπιο, εμπνευσμένα από την ίδια την Επανάσταση.
Ο Γάλλος φιλέλληνας αξιωματικός Μαξίμ Ραϋμπότ (Maxime Raybaud) αναφέρει τα εξής: «Με κάλεσε σε γεύμα ο Υψηλάντης, μαζί με Έλληνες καπεταναίους, τον Μάιο του 1821, σε ένα στρατόπεδο της Τριπολιτσάς. Εκεί σε μια γωνιά της κάμαρας, ένας σακάτης με βροντερή φωνή σαν άλλος Τυρταίος, τραγουδούσε τα κατορθώματα του Γεωργάκη Ολυμπίου και των Ιερολοχιτών». Ένας άλλος εθελοντής, ο Γερμανός ιατρός Ηahn είδε στα Μέθανα ένα τυφλό Αρβανίτη ραψωδό, που τα βράδια, στις καλύβες, όταν άρχιζε το συμπόσιο με φλογέρες και κιθάρες, με ενθουσιώδη φωνή, τραγουδούσε τα αθάνατα ανδραγαθήματα του Γεωργάκη Ολυμπίου.
Ο Αγώνας στα Βαλκάνια
Από το Λεύκωμα του 1821
Στα 1804 επικεφαλής πολλών αρματολών δέχεται την έκκληση του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς για να βοηθήσουν τη σέρβικη επανάσταση. Ο Ολύμπιος, όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι Βαλκανικοί λαοί θα απελευθερωθούν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμήσουν ενωμένοι. Στη Σερβία με 550 παλικάρια και άλλους καπεταναίους ενώθηκαν με τους Σέρβους επαναστάτες αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Μετά από τη σύγκρουση αυτή ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη και αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Σερβία, αλληλογραφεί με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νο Υψηλάντη και τον παρακαλεί να βοηθήσει τη Σέρβικη επανάσταση και να οργανώσει στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο με το σέρβικο. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας.[6] Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815.
Στα 1817, μυείται στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά απόστολος.
[7] Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».
Οδεύοντας προς τη Θυσία
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατινάσσων την μονήν του Σέκου. Πέτερ φον Ες
Στα 1821 ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συναντά γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίζεται με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821,[8] ρίχνεται στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρηνεί το χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Μετά την καταστροφή φεύγουν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης του οποίου η ζωή κινδύνευε για ύστατη φορά στηρίχτηκε αποκλειστικά στον ηθικό και υπέροχο χαρακτήρα του Ολύμπιου, ο οποίος με απόλυτη ασφάλεια κατόρθωσε να τον οδηγήσει στα Αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συμβουλεύει τον Ολύμπιο να φύγει κι εκείνος αγέρωχα του απαντά:«Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω!». Στα τέλη Αυγούστου συναντάται με τον άλλο πολέμαρχο και στενό του φίλο, τον Φαρμάκη και αποφασίζουν να αγωνιστούν ως την τελευταία τους πνοή. Μαζί τους έμειναν μόνο 350 διαλεχτοί πολεμιστές, αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας. Οι Τουρκικές Αρχές του Βουκουρεστίου θέλουν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από τους επαναστάτες και γι’ αυτό χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αναγκάζουν τον ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Ρομάνο να στείλει στον Ολύμπιο επιστολή με την οποία τον παρακαλεί “να σπεύσει” να προστατεύσει τη Μονή Σέκου και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Σκοπός του παραπλανητικού αυτού γράμματος είναι να παγιδευτεί ο Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης στο άγριο αυτό φαράγγι που είναι κτισμένη η Μονή. Δίχως τον παραμικρό δισταγμό οι δύο οπλαρχηγοί κατευθύνθηκαν αμέσως στη Μονή Σέκου, όπου ο Σελήχ πασάς με 10.000 Τούρκους τέλεια οπλισμένους, που παρακολουθούσε κάθε κίνησή τους, τους πολιόρκησε αμέσως. Από τις 2 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου γίνονται ομηρικές συμπλοκές. Ο Τούρκος πασάς αποστέλλει αντιπροσωπεία που ζητά να δει τον Ολύμπιο και να συζητήσει τους όρους της παράδοσης των Ελλήνων. Η γενναία άρνηση του Γεωργάκη Ολύμπιου σήμανε και την αρχή του τέλους. Ο Θ. Γόρδων στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (… …) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.». Με τη δημηγορία του αυτή κλείστηκε με ένδεκα πιστούς στο κωδωνοστάσιο της Μονής. Όταν αργότερα είδε ότι πολυάριθμοι Τούρκοι έσπασαν την εξωτερική πόρτα και πλημμύρισαν τη Μονή, άνοιξε τότε την πόρτα του κωδωνοστασίου για να φύγουν όσοι ήθελαν και είπε: «εγώ θα καώ, όστις θέλει να φύγει ας απομακρυνθεί». Αλλά κανείς δεν φεύγει. Γαλήνιος σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κάτι ψελλίζει σαν προσευχή, κάνει το σταυρό του και με χέρι σταθερό:«έθεσε πυρ εις την πυρίτιδα και ανετινάχθη εις τον αέρα, ομού μετά πάντων των περί αυτόν ηρώων».[9] Ήταν Σεπτέμβριος του 1821. Κατά τον Wolf κοντά στους αντάρτες έπεσαν θύματα επίσης καί μερικοί καλόγεροι, βογιάροι, αστοί και έμποροι και κατά την επιστροφή των τούρκων Τώρα τραβάει ο αχαλίνωτος όχλος των τούρκων κατά τη Βραίλα …ακόμα καί οί δικοί μας δυστυχείς Ούγγροι καθολικοί εχουν γίνει έρμαια της τουρκικής κακουργίας. [10].
Ως σήμερα στον ΄Ολυμπο οι γέροι ξέρουν το δημοτικό τραγούδι, που μ΄αυτό απαθανάτισε ο λαός τους ήρωες του Σέκου:
“«Μας ήρθ΄η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθε κι΄ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μαζί εσυμβολεύονταν Γιωργάκης και Φαρμάκης:
«Γιωργάκ΄, έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά να πάμε»
«Καλά τα λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,
μάναι μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερ΄ας βαστάξουμε σ΄αυτό το μοναστήρι
όσο να βγει ο Μόσκοβος νάρθει να μας βοηθήσει».
Δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου.
Και τα λημέρια φώναξαν ΄πο πέρ΄ από του Σέκου:
« Πολύ μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν!»
Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα συντρόφοι φτάνουν;
Μόνε Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε»