Η κορωνέικη ποικιλία ελιάς υπερέχει σε θεραπευτικές ιδιότητες
Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ο Διοσκουρίδης συνιστούσε ως βέλτιστο έλαιο για την υγεία εκείνο το ελαιόλαδο που αποκαλείτο ωμοτριβές ή ομφάκινο. Μάλιστα συνιστούσε τη χρήση του συγκεκριμένου ελαιολάδου για οδονταλγίες ή κεφαλαλγίες, όπως δηλαδή χρησιμοποιούνται σήμερα τα κλασικά μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ο Διοσκουρίδης μιλούσε προφανώς για το γνωστό αγουρέλαιο, που παράγεται από ανώριμες ελιές στην αρχή της ελαιοκομικής περιόδου (ωμός ή ομφάκινος είναι ο ανώριμος καρπός). Από την αρχαιότητα, λοιπόν, ήταν γνωστό ότι δεν είχαν την ίδια δραστικότητα για την προστασία της υγείας όλα τα ελαιόλαδα.
Ο λόγος είναι η ουσία ελαιοκανθάλη η οποία έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση εφάμιλλη με εκείνες που απαντώνται σε φάρμακα και είναι αυτή που προκαλεί «κάψιμο» στον λαιμό κατά την κατάποση και αυτό δείχνει για τους εμπειρικούς ελαιοκαλλιεργητές ότι το λάδι είναι καλό, καθώς και η ελαιασίνη που είναι η πιο ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία του ελαιόλαδου.
Ο επίκουρος καθηγητής Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων κ. Μαγιάτης με τη συνεργάτη του Ελένη Μέλλιου, πραγματοποίησαν έρευνα σε 150 δείγματα ελαιολάδου από Μεσσηνία, Λακωνία, Ηλεία, Κορινθία, Αργολίδα, Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, Χαλκιδική, Νησιά Ιονίου, Πρέβεζα, Θάσο και Λέσβο, αλλά και από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ποσότητα των αντιφλεγμονωδών ουσιών στο λάδι της κορωνέικης ελιάς είναι αρκετά υψηλή, αλλά και ότι η ποσότητα των ουσιών αυτών στο λάδι του δήμου Μεσσήνης είναι πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο.
Αυτό, κατά τον κ. Μαγιάτη, οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους λόγους, όπως στις κλιματολογικές συνθήκες, στα εδαφολογικά στοιχεία, στη φροντίδα ενδεχομένως των καλλιεργητών και των ελαιοτριβέων κ.λπ., και σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να γίνει μελέτη σε βάθος, ώστε να εξακριβωθεί τι επηρεάζει την ποιότητα του ελαιολάδου, αλλά και για να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα τη βελτιώσουν ακόμη περισσότερο και θα αναδείξουν τις μοναδικές ιδιότητες που έχει το ελαιόλαδο κάθε περιοχής.
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε, διευκρινίζει ο κ. Μαγιάτης, δεν αφορά τη γευστική ποιότητα του λαδιού αλλά μόνο την προοπτική αξιοποίησής του ως προς τον υγειοπροστατευτικό του χαρακτήρα. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα που παράγονται στην Ελλάδα έχουν πολύ μεγάλη διακύμανση στις συγκεντρώσεις των υπό μελέτη ουσιών με εύρος η καθεμία από 0 έως 200 mg/L, ενώ αθροιστικά όλες μαζί κυμαίνονταν από 0 έως 450 mg/L.
Διαπιστώθηκε ακόμη ότι ορισμένες ελληνικές ποικιλίες (Μεγαρίτικη, Μανάκι, Αγουρομανάκι, Αδραμυτινή) ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης είχαν σχετικά μικρή περιεκτικότητα γεγονός που επιβεβαιώνει την παραδοσιακή γνώση και εμπειρία ότι τα λάδια από αυτές τις ποικιλίες δεν «καίνε» και μπορούν να καταναλωθούν άμεσα, ως προτιμώνται και στη ζαχαροπλαστική.
Η ποικιλία, που έδειξε το μεγαλύτερο δυναμικό παραγωγής των υπό μελέτη ουσιών, ήταν η κορωνέικη.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το λάδι προερχόταν από την ίδια ποικιλία και από την ίδια γεωγραφική περιοχή παρατηρήθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις οι οποίες συσχετίστηκαν με την εποχή συλλογής (δηλαδή τον βαθμό ωρίμανσης της ελιάς), αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας του ελαιοτριβείου (τύπος και θερμοκρασία). Συνολικά φάνηκε ότι όταν η ελιά δεν αρδεύεται, όταν ελαιοποιείται σε πρώιμο στάδιο και σε διφασικό ελαιοτριβείο με ψυχρή έκθλιψη, επιτυγχάνονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις, συμπέρασμα που συμπίπτει με συμπεράσματα άλλων πρόσφατων ελληνικών και διεθνών μελετών.
Ωστόσο, αν και το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό και περίπλοκο και χρειάζεται ακόμα εκτενέστερη μελέτη με περισσότερα δείγματα από όλη την Ελλάδα, διαφάνηκε ότι στατιστικά τα δείγματα προερχόμενα από τη Μεσσηνία είχαν υψηλότερο μέσο όρο περιεκτικότητας σε σχέση με το συνολικό μέσο όρο από τα δείγματα όλης της υπόλοιπης Ελλάδας και μάλιστα σε ορισμένα δείγματα μετρήθηκαν μερικές από τις υψηλότερες τιμές που έχουν βρεθεί παγκοσμίως.
Σημειώνεται ότι στη Μεσσήνη καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά η μη αρδευόμενη Κορωνέικη ποικιλία, ενώ τα περισσότερα ελαιοτριβεία είναι διφασικά και οι παραγωγοί είναι ευαισθητοποιημένοι τόσο στο θέμα της εποχής συλλογής όσο και στο θέμα της θερμοκρασίας παραγωγής του λαδιού.
Είναι βέβαιο, υπογραμμίζει ο κ. Μαγιάτης, ότι και άλλες περιοχές της Ελλάδα θα διαθέτουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και εναπόκειται σε μελλοντική έρευνα να τις εντοπίσει και να τις προβάλει. Μεμονωμένα δείγματα από τη Λακωνία, τη Θάσο και την Κρήτη ήδη έδειξαν τέτοια δυναμική.
Επίσης, η διαφορά ήταν πάρα πολύ μεγάλη σε σχέση με τις τιμές που παρατηρήθηκαν σε τυχαία δείγματα ελαιολάδων του εμπορίου.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε, είναι ότι κάθε ποικιλία παρουσίαζε το δικό της χημικό προφίλ, το δικό της «δακτυλικό αποτύπωμα», θυμίζοντάς μας την περίπτωση του κρασιού. Όπως το κάθε κρασί έχει το δικό του χαρακτήρα και χρησιμοποιείται σε διαφορετική περίσταση έτσι και το κάθε ελαιόλαδο είναι διαφορετικό και πρέπει να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχο σεβασμό.
«Δεν είναι μακριά η μέρα που θα δούμε και στην ελληνική αγορά εξειδικευμένα καταστήματα που θα διακινούν αποκλειστικά προϊόντα ελιάς και ιδίως τυποποιημένα ελαιόλαδα μικρών παραγωγών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ποικιλιακής όσο και γεωγραφικής προέλευσης. Ίσως ακόμα δεν είναι μακριά και η μέρα που θα δούμε επεξεργασμένα ελαιόλαδα να περνούν το κατώφλι του φαρμακείου» αναφέρει ο καθηγητής.
Το ελαιόλαδο, καταλήγει, είναι ένα εθνικό προϊόν και χρειάζεται στήριξη σε ερευνητικό επίπεδο για να μπορέσει να προχωρήσει η αξιοποίησή του.
«Είναι βέβαιο ότι στο μέλλον, με τις μεθόδους που ήδη διαθέτουμε, το ελαιόλαδο θα πιστοποιείται για την περιεκτικότητά του σε συγκεκριμένα βιοδραστικά συστατικά και έτσι δεν θα είναι ένα απλά υγιεινό τρόφιμο, αλλά ένα φάρμακο του μέλλοντος».
Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργεί ομάδα υποστήριξης της έρευνας για το ελαιόλαδο, ομάδα η οποία συνεργάζεται στενά με το κέντρο ελαιολάδου στην Καλιφόρνια και δέχεται δείγματα προς ανάλυση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο παραγωγό με στόχο την πλήρη χαρτογράφηση σε πανελλαδικό επίπεδο και την προβολή του ελληνικού ελαιολάδου.
«Όνειρό μας είναι η δημιουργία ενός πανεπιστημιακού κέντρου ελαιολάδου που θα ασχολείται με τη μελέτη του ελληνικού ελαιολάδου και τη συνεισφορά του στην υγεία του ανθρώπου» καταλήγει ο κ. Μαγιάτης.
Ο λόγος είναι η ουσία ελαιοκανθάλη η οποία έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση εφάμιλλη με εκείνες που απαντώνται σε φάρμακα και είναι αυτή που προκαλεί «κάψιμο» στον λαιμό κατά την κατάποση και αυτό δείχνει για τους εμπειρικούς ελαιοκαλλιεργητές ότι το λάδι είναι καλό, καθώς και η ελαιασίνη που είναι η πιο ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία του ελαιόλαδου.
Ο επίκουρος καθηγητής Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων κ. Μαγιάτης με τη συνεργάτη του Ελένη Μέλλιου, πραγματοποίησαν έρευνα σε 150 δείγματα ελαιολάδου από Μεσσηνία, Λακωνία, Ηλεία, Κορινθία, Αργολίδα, Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, Χαλκιδική, Νησιά Ιονίου, Πρέβεζα, Θάσο και Λέσβο, αλλά και από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ποσότητα των αντιφλεγμονωδών ουσιών στο λάδι της κορωνέικης ελιάς είναι αρκετά υψηλή, αλλά και ότι η ποσότητα των ουσιών αυτών στο λάδι του δήμου Μεσσήνης είναι πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο.
Αυτό, κατά τον κ. Μαγιάτη, οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους λόγους, όπως στις κλιματολογικές συνθήκες, στα εδαφολογικά στοιχεία, στη φροντίδα ενδεχομένως των καλλιεργητών και των ελαιοτριβέων κ.λπ., και σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να γίνει μελέτη σε βάθος, ώστε να εξακριβωθεί τι επηρεάζει την ποιότητα του ελαιολάδου, αλλά και για να ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα τη βελτιώσουν ακόμη περισσότερο και θα αναδείξουν τις μοναδικές ιδιότητες που έχει το ελαιόλαδο κάθε περιοχής.
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε, διευκρινίζει ο κ. Μαγιάτης, δεν αφορά τη γευστική ποιότητα του λαδιού αλλά μόνο την προοπτική αξιοποίησής του ως προς τον υγειοπροστατευτικό του χαρακτήρα. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα που παράγονται στην Ελλάδα έχουν πολύ μεγάλη διακύμανση στις συγκεντρώσεις των υπό μελέτη ουσιών με εύρος η καθεμία από 0 έως 200 mg/L, ενώ αθροιστικά όλες μαζί κυμαίνονταν από 0 έως 450 mg/L.
Διαπιστώθηκε ακόμη ότι ορισμένες ελληνικές ποικιλίες (Μεγαρίτικη, Μανάκι, Αγουρομανάκι, Αδραμυτινή) ανεξάρτητα από την περιοχή προέλευσης είχαν σχετικά μικρή περιεκτικότητα γεγονός που επιβεβαιώνει την παραδοσιακή γνώση και εμπειρία ότι τα λάδια από αυτές τις ποικιλίες δεν «καίνε» και μπορούν να καταναλωθούν άμεσα, ως προτιμώνται και στη ζαχαροπλαστική.
Η ποικιλία, που έδειξε το μεγαλύτερο δυναμικό παραγωγής των υπό μελέτη ουσιών, ήταν η κορωνέικη.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το λάδι προερχόταν από την ίδια ποικιλία και από την ίδια γεωγραφική περιοχή παρατηρήθηκαν σημαντικές διακυμάνσεις οι οποίες συσχετίστηκαν με την εποχή συλλογής (δηλαδή τον βαθμό ωρίμανσης της ελιάς), αλλά και με τον τρόπο λειτουργίας του ελαιοτριβείου (τύπος και θερμοκρασία). Συνολικά φάνηκε ότι όταν η ελιά δεν αρδεύεται, όταν ελαιοποιείται σε πρώιμο στάδιο και σε διφασικό ελαιοτριβείο με ψυχρή έκθλιψη, επιτυγχάνονται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις, συμπέρασμα που συμπίπτει με συμπεράσματα άλλων πρόσφατων ελληνικών και διεθνών μελετών.
Ωστόσο, αν και το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό και περίπλοκο και χρειάζεται ακόμα εκτενέστερη μελέτη με περισσότερα δείγματα από όλη την Ελλάδα, διαφάνηκε ότι στατιστικά τα δείγματα προερχόμενα από τη Μεσσηνία είχαν υψηλότερο μέσο όρο περιεκτικότητας σε σχέση με το συνολικό μέσο όρο από τα δείγματα όλης της υπόλοιπης Ελλάδας και μάλιστα σε ορισμένα δείγματα μετρήθηκαν μερικές από τις υψηλότερες τιμές που έχουν βρεθεί παγκοσμίως.
Σημειώνεται ότι στη Μεσσήνη καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά η μη αρδευόμενη Κορωνέικη ποικιλία, ενώ τα περισσότερα ελαιοτριβεία είναι διφασικά και οι παραγωγοί είναι ευαισθητοποιημένοι τόσο στο θέμα της εποχής συλλογής όσο και στο θέμα της θερμοκρασίας παραγωγής του λαδιού.
Είναι βέβαιο, υπογραμμίζει ο κ. Μαγιάτης, ότι και άλλες περιοχές της Ελλάδα θα διαθέτουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και εναπόκειται σε μελλοντική έρευνα να τις εντοπίσει και να τις προβάλει. Μεμονωμένα δείγματα από τη Λακωνία, τη Θάσο και την Κρήτη ήδη έδειξαν τέτοια δυναμική.
Επίσης, η διαφορά ήταν πάρα πολύ μεγάλη σε σχέση με τις τιμές που παρατηρήθηκαν σε τυχαία δείγματα ελαιολάδων του εμπορίου.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προέκυψε, είναι ότι κάθε ποικιλία παρουσίαζε το δικό της χημικό προφίλ, το δικό της «δακτυλικό αποτύπωμα», θυμίζοντάς μας την περίπτωση του κρασιού. Όπως το κάθε κρασί έχει το δικό του χαρακτήρα και χρησιμοποιείται σε διαφορετική περίσταση έτσι και το κάθε ελαιόλαδο είναι διαφορετικό και πρέπει να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχο σεβασμό.
«Δεν είναι μακριά η μέρα που θα δούμε και στην ελληνική αγορά εξειδικευμένα καταστήματα που θα διακινούν αποκλειστικά προϊόντα ελιάς και ιδίως τυποποιημένα ελαιόλαδα μικρών παραγωγών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο ποικιλιακής όσο και γεωγραφικής προέλευσης. Ίσως ακόμα δεν είναι μακριά και η μέρα που θα δούμε επεξεργασμένα ελαιόλαδα να περνούν το κατώφλι του φαρμακείου» αναφέρει ο καθηγητής.
Το ελαιόλαδο, καταλήγει, είναι ένα εθνικό προϊόν και χρειάζεται στήριξη σε ερευνητικό επίπεδο για να μπορέσει να προχωρήσει η αξιοποίησή του.
«Είναι βέβαιο ότι στο μέλλον, με τις μεθόδους που ήδη διαθέτουμε, το ελαιόλαδο θα πιστοποιείται για την περιεκτικότητά του σε συγκεκριμένα βιοδραστικά συστατικά και έτσι δεν θα είναι ένα απλά υγιεινό τρόφιμο, αλλά ένα φάρμακο του μέλλοντος».
Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργεί ομάδα υποστήριξης της έρευνας για το ελαιόλαδο, ομάδα η οποία συνεργάζεται στενά με το κέντρο ελαιολάδου στην Καλιφόρνια και δέχεται δείγματα προς ανάλυση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο παραγωγό με στόχο την πλήρη χαρτογράφηση σε πανελλαδικό επίπεδο και την προβολή του ελληνικού ελαιολάδου.
«Όνειρό μας είναι η δημιουργία ενός πανεπιστημιακού κέντρου ελαιολάδου που θα ασχολείται με τη μελέτη του ελληνικού ελαιολάδου και τη συνεισφορά του στην υγεία του ανθρώπου» καταλήγει ο κ. Μαγιάτης.
πηγή:απε μέσω zougla