Η Βλασσαρού ήταν μια μικρή γειτονιά, που χρονολογείτο από τους βυζαντινούς χρόνους και βρισκόταν κάπου εκεί στην άκρη της Αθήνας, μεταξύ της αρχαίας Αγοράς και του Θησείου…
Βρισκόμαστε στις 26 Ιουνίου του 1842 και οι ελάχιστοι κάτοικοι της Βλασσαρούς ξύπνησαν από τη φασαρία που ακουγόταν μέσα στην ησυχία της ερημιάς. Κόσμος βρισκόταν στους δρόμους, οι περισσότεροι περπατώντας, άλλοι με γαϊδουράκια και κάποιοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, με μικρές άμαξες ανηφόριζαν προς τον Λόφο των Νυμφών, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Εθνικό Αστεροσκοπείο. Ανάμεσά τους ο δήμαρχος Αθηναίων, ο επίσκοπος Αττικής και πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, καθηγητές Πανεπιστημίου, ο
«Γέρος του Μοριά» Θόδωρος Κολοκοτρώνης καθώς και άλλοι σημαίνοντες αγωνιστές της Επανάστασης με τις φουστανέλες τους, αξιωματικοί του στρατού και απλοί πολίτες.
Ήταν έξι το πρωί και ενώ εξελισσόταν μια πανέμορφη έκλειψη της Σελήνης κατέφθανε ο βασιλιάς Όθωνας με τους υπασπιστές του.
Τα εγκαίνια
Λίγο αργότερα ξεκινούσαν τα εγκαίνια ενός μεγάλου έργου, το οποίο οι εφημερίδες την επόμενη μέρα υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό…
«Η παρά το Θησείον θέσις ονομαζομένη Λόφος των Νυμφών προσδιωρίσθη διά την ανέγερσιν του Ουρανοσκοπείου», έγραφαν εντυπωσιασμένες δημοσιεύοντας ταυτόχρονα την είδηση της θεμελίωσης.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν για πολλούς εκείνη την εποχή απορίας άξιον πώς ένα μικρό βασίλειο των Βαλκανίων, που μόλις είχε συμπληρώσει δέκα χρόνια ζωής, χωρίς να έχει άλλες, πιο απαραίτητες υποδομές, αποκτούσε ένα τόσο μεγαλειώδες για την εποχή έργο.
Η απόφαση του Γ. Σίνα
Εκείνη την εποχή στη Βιέννη ζούσε ένας βαθύπλουτος Έλληνας, που ήταν και γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Αυστρία. Χωρίς να έχει επισκεφθεί την ελεύθερη Ελλάδα, ήταν ήδη γνωστός για τις ευεργεσίες του και είχε τιμηθεί με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Με υπερηφάνεια και σχεδόν στερεότυπα έγραφε σε όλες τις επιστολές του ότι ως Έλληνας
«επιθυμώ να γίνω το κατά δύναμιν ωφέλιμος εις το Γένος μου» και θα πρέπει να πούμε ότι πάντα αναζητούσε τρόπους να ενισχύσει – κυρίως – τα πνευματικά ιδρύματα της χώρας.
Την ιδέα για την ανέγερση και τη λειτουργία ενός Ουρανοσκοπείου την είχε ένας φίλος του Σίνα, που ήταν και ασκούσε καθήκοντα πρέσβη της Αυστρίας στην Αθήνα, ο Άντον Πρόκες Όστεν. Την επιστημονική επιμέλεια ανέλαβε ο καθηγητής Αστρονομίας Γεώργιος Βούρης, ενώ ο νεαρός
Δανός αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν την υλοποίηση του έργου. Η απόφαση ήταν σαφής… Το νέο Αστεροσκοπείο θα έπρεπε να ανεγερθεί κοντά στην Πνύκα, όπου είχε το περίφημο
«ηλιοτρόπιόν» του ο αστρονόμος των αρχαίων Αθηνών Μέτων.
Η μελέτη
Ο αρχιτέκτονας Σάουμπερτ ανέλαβε τη μελέτη για τη θέση του Αστεροσκοπείου. Στην αρχή προκρίθηκε ο υψηλότερος λόφος των Αθηνών, ο Λυκαβηττός, αλλά τελικά κατέληξαν στον Λόφο των Νυμφών, αφού η πρόσβαση ήταν ευκολότερη και το έργο θα αντιμετώπιζε λιγότερες δυσκολίες.
Εξάλλου εκείνη την εποχή, στην ευρύτερη πολύβουη και πολυσύχναστη σήμερα περιοχή, τότε απλώνονταν αλώνια και ιδιωτικοί αγροί. Η γη ήταν βραχώδης και εξαιρετικά ασφαλής. Η αρχική μελέτη του κτηρίου παρουσίαζε μια κατασκευή μεσαιωνικού ρυθμού. Αναθεωρήθηκε από τον
Χάνσεν, έναν νεαρό αρχιτέκτονα, που συνδύασε το σκόπιμο με την ομορφιά και την πανοραμική θέα. Η μελέτη θεωρήθηκε από τον Όθωνα, αφού στάλθηκε προς έλεγχο στις σημαντικότερες επιστημονικές φυσιογνωμίες της Ευρώπης και έτσι στον Χάνσεν δόθηκε τελικά η πρώτη μελέτη και η επίβλεψη του έργου.
Η ολοκλήρωση
Με τα μέτρα της εποχής και ο χρόνος ολοκλήρωσης του Αστεροσκοπείου ακολούθησε την ακώλυτη χρηματοδότηση του έργου. Τον Δεκέμβριο 1845 η ελληνική κυβέρνηση παραλάμβανε και επισήμως το αρχιτεκτονικό στολίδι που σύντομα έκανε γνωστή τη χώρα σε όλο τον κόσμο. Σε μία μόνον διετία (1847-49) έγιναν έξι χιλιάδες αστρονομικές παρατηρήσεις! Το Αστεροσκοπείο, το αρχαιότερο ερευνητικό ίδρυμα της χώρας, αγαπήθηκε από τους Αθηναίους που το θεωρούσαν έκτοτε κόσμημα για την πόλη τους και αγαπημένο τόπο περιπάτου.
Πρώτος διευθυντής του ήταν ο
Γεώργιος Βούρης, που παρακολουθώντας τις εργασίες ανέγερσης φρόντιζε να λύνει τα προβλήματα που προέκυπταν από το δυσπρόσιτο της τοποθεσίας και τις δυσκολίες μεταφοράς των οικοδομικών υλικών και του νερού.
Όταν ολοκληρώθηκε το έργο ο Φιλήμων έγραφε:
«Τίποτε δεν επισκιάζει τον ευρύχωρον ορίζοντα του λόφου των Νυμφών, του αυτοφυούς τούτου και αδιάσειστου βράχου, μόνον όρια εις τον οφθαλμόν υπάρχουν τα ακατάβλητα της φύσεως όρια. Εξ ανατολών ο ροδόχρους Υμηττός, εκ δυσμών ο Πάρνης, προς βορράν το Πεντελικόν και προς νότον η ταπεινή νήσος της Αιγίνης και τα όρη της Πελοποννήσου»!
Η λειτουργία
Εάν την ανέγερση του Αστεροσκοπείου ανέλαβε ο
Γεώργιος Σίνας, ο γιος του Σίμων φρόντισε για τον εξοπλισμό και τη λειτουργία του με τα πλέον σύγχρονα μέσα της εποχής. Καλύπτοντας τα έξοδα για την αγορά και αποστολή των πολυδάπανων οργάνων που καθιστούσαν το Αστεροσκοπείο Αθηνών εφάμιλλο με τα Αστεροσκοπεία της υπόλοιπης Ευρώπης, δεν παρέλειψε να εξασφαλίσει και το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό. Έτσι θα ορίσει διευθυντή, το 1858, τον Γερμανό αστρονόμο
Γιόχαν Φρίντριχ Ιούλιο Σμιθ (1825-1884), καταβάλλοντας μηνιαία αμοιβή τριπλάσια του τότε μισθού των καθηγητών στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Η δε
βασίλισσα Αμαλία φρόντισε για τη διαμόρφωση του κήπου που περιβάλλει το Αστεροσκοπείο χρησιμοποιώντας τον βοτανολόγο
M. Bayer. Ο Σίμων Σίνας συνέχισε να πληρώνει όσα ποσά απαιτούνταν για το Αστεροσκοπείο αλλά και για πλήθος άλλων αναγκών, όπως έπιπλα, επιστημονικές δημοσιεύσεις, διαμόρφωση των γύρω δρόμων κ.ά.
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου
Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.