Αν ξεκινήσουμε από την πεποίθηση του Γκάτσου ότι η γλώσσα είναι πατρίδα(1) και η θάλασσα μαύρη μεγάλη μοναξιά(2) κι αν προσθέσουμε τη γενική παραδοχή ότι η χώρα μας είναι θαλασσινή και τη δική του διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα είναι παντοτινή καταφυγή(3), θα μπορέσουμε, ίσως, να κατανοήσουμε καλύτερα το γιατί οι μοναχικές και μοναδικές γυναικείες υπάρξεις του ποιητικού του τόπου δεν περιδιαβαίνουν τον μεγάλο κόσμο μα τον μικρό και πολυσήμαντα ελληνικό, ως τον εγγύτερο του ποιητή.
Εργο του Γιώργου Σταθόπουλου για τις γυναίκες στο έργο του Νίκου Γκάτσου που φιλοτέχνησε ειδικά για το «Επτά «Να 'μουν πουλί να πέταγα» λέει το δημοτικό τραγούδι· «πουλί θα γίνω του νοτιά/ γρήγορα να σ' ανταμώσω»(4) δηλώνει η Καλυμνιώτισσα του Γκάτσου στον σφουγγαρά «άντρα κι αφέντη» της, αλλά και τον καρτερεί να ξανάρθει «στ' όμορφο ακρογιάλι/ σα μικρό χαρούμενο πουλί».
«Με τ' άσπρο μου μαντήλι/ θα σ' αποχαιρετήσω/ και για να μου 'ρθεις πίσω/ στην εκκλησιά θα μπω» υπόσχεται η Σειρήνα στο τραγούδι της, σαν να εγκαταλείπει τον θεό Ποσειδώνα και να ασπάζεται τον χριστιανισμό, προκειμένου να μπορέσει ο καλός της να την τραγουδήσει ως «Μια Παναγιά/ σ' ερημοκλήσι/ αλαργινό».
Βεβαίως, ο ποιητής συνεχίζει να τραγουδάει την εκάστοτε αγάπη του ως μία: μια μυρτιά, μια βαγιά, μια γαριφαλιά, μια μυγδαλιά, λες και οι αγάπες του φυτρώνουν στον κήπο των ερώτων από τους καρπούς που πέφτουν από των «άστρων τα κλαδιά», όπως είχαν φυτρώσει από το αίμα του ευνουχισμένου προπάτορα Ουρανού οι Μελιάδες, οι Νύμφες των μελιών.
Οχι, οι σαΐτες του έρωτα δε γίνονται από μελιές· από το ξύλο των δέντρων αυτών κατασκευάζονται τα δόρατα που προκαλούν τον θάνατο. Γι' αυτό, το «Αερικό», «η κόρη» που αγαπάει ο ποιητής, μόλις τη βαφτίσει «μικρή Ραλλού», θα δει «το μαύρο καβαλάρη/ που μας κυβερνά» να την τραβάει «σ' αγύριστο ταξίδι/ σ' ανήλιαγη σπηλιά» και πριν προλάβει να την πει, όπως τη λέγαν τα παιδιά, «Περιμπανού», «κοχύλι στο βυθό του Αυγερινού», θα αναλογιστεί πως «της ζωής το κύμα το παράφορο/ σάρωσε βάρκες και κουπιά/ και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο/ ποιος τη θυμάται τώρα πια».
Μ' αυτή τη γνώση ο ποιητής θ' αρχίσει να συμβουλεύει «κοριτσάκι μου με τ' άσπρα/ μην πολυδιαβάζεις τ' άστρα/ ο καιρός είναι χρυσάφι/ κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» ή να παρακινεί «χόρεψε μπουρνοβαλιά μου/ να θυμάμαι τα παλιά μου/ χόρεψε αγαπούλα μου/ παραμύθι πούλα μου».
Κι άλλο παραμύθι; Από τις "Χίλιες και μία νύχτες", που διάβαζα τότε στη μικρή μας φίλη Αλεξία Μουστάκα, βγήκε η έφηβη πριγκίπισσα Περί Μπανού και πρόσφερε στον Γκάτσο το όνομά της, την ώρα που τα τρία ξαδέρφια της, πριγκιπόπουλα της Ανατολής, παράβγαιναν στο ποιος θα την κερδίσει και τη στιγμή που ο ποιητής, ακουμπώντας στη Δύση, αναζητούσε ένα θέμα που να έχει την ευγένεια, τη χάρη και τη φευγαλέα μελαγχολία της συγκεκριμένης μελωδίας του Μάνου Χατζιδάκι.
Παραμύθι επίσης είναι και η «Μικρή Ραλλού». Ενα παραμύθι έμμετρο, που οι στίχοι του γράφτηκαν πάνω σε κάποια από τις πολλές μελωδίες που έστελνε ο Χατζιδάκις στον Γκάτσο ταχυδρομικώς από την Αμερική σε μπομπίνα ή σε κασέτα με τις σχετικές οδηγίες, τις οποίες, φυσικά, ο Γκάτσος έθετε υπό διαπραγμάτευση και τις τηρούσε στο μέτρο που αφορούσαν τη μουσική και όχι το περιεχόμενο των στίχων.
Το «Αερικό» αντιθέτως, παραμυθάκι κι αυτό, έχει τους στίχους γραμμένους πριν από τη μελωδία, όπως και όλα τα τραγούδια του κύκλου «Μυθολογία». Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο Γκάτσος έδωσε πρώτος τους στίχους, καθορίζοντας αυτός τη φόρμα του τραγουδιού. Συνήθως προτιμούσε να γράφει πάνω στη μελωδία, ισχυριζόμενος πως εκείνος ερμήνευε καλύτερα το αίσθημά της απ' ό,τι οι συνθέτες το αίσθημα των στίχων, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείει τις εξαιρέσεις.
Ετσι κυλώντας ο καιρός, το άπιαστο Αερικό επανέρχεται με τα χρόνια ως επίσης άπιαστη Αθανασία, «σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά», ή ως υπερβατική Αντιγόνη, ψάλλοντας «πορφυρά/ στέμματα φορώ/ στην πυρά/ μόνη προχωρώ», αλλά και ως Αλμα για να δει «μακριά στους γαλαξίες/ ανυπεράσπιστες αξίες».
Παράλληλα, η μάγισσα Ραλλού μες στις ανήλιαγες σπηλιές, όπου την τραβάει «ο χάροντας σα φίδι», καταφέρνει να ανακτήσει τη δύναμή της και ξαναβγαίνει στον απάνω κόσμο να μας μιλήσει σαν τη Σίβυλλα με τους βραχνούς χρησμούς της «βεγιαλελάλα λεγιά», ή να μας πει σαν το αηδονάκι του Νείλου «Αλά αλά αλαϊλά/ είναι ποτάμι και κυλά. Αλά αλά αλαϊλά/ είν' ο Θεός που δε μιλά».
Κι η άλλη περιζήτητη, η Περιμπανού; Αυτή ήταν πρώτα μια Κομνηνή «που μέτωπο δε σκύβει», γι' αυτό έχει επιστρέψει ως Θεοδώρα, επαναλαμβάνοντας «το κεφάλι δεν έσκυψα ποτέ μου», ίσως για να γίνει μάνα της φυλής στην Κοκκινιά, «μια γριά χοντρομπαλού» που κλαίει για τα θύματα «στ' αραχνιασμένα μνήματα» και που δίπλα της οι άλλες μάνες μοιρολογούν: «Στον άλλον κόσμο που θα πας/ κοίτα μη γίνεις σύννεφο», «Της γενιάς μου βασιλιά/ με τον ήλιο στα μαλλιά», «Νυν και αεί/ μες στη ζωή/ σε είχα αραξοβόλι», «Κοιμήσου παλληκάρι/ στο κύμα τ' αρμυρό», «Εθρεψα τα σπλάχνα σου/ κύμα πελαγίσιο/ με χιλιάδες μνήματα/ μέσα στο βυθό», «Ηταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα», «Φέραν τον Αδωνι το Λίνο το Χριστό/ κι ήταν ακόμα το κορμάκι του ζεστό». Κι έπειτα, για να παρηγορήσει τόσες μάνες, τους λέει, κοιτάζοντας αλλού, κοιτάζοντας μακριά, «Πάντα στον κόσμο θα 'ρχεται/ Παρασκευή Μεγάλη/ και κάποιος θα σταυρώνεται/ για να σωθούν οι άλλοι».
Κορίτσια αμάραντα, αγάπες τρυφερές, κορίτσια της νύχτας, γλυκές μαντόνες, τρελές του φεγγαριού, καρτερικές σύζυγοι, παρηγορητικές αδερφές, τραγικές ερωμένες, γυναίκες αμίλητες, βουβές, γεμάτες προσμονή και συγχώρηση, «με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα», με ευγνώμονες αγκαλιές, θαρραλέες ψυχές και το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, γυναικείες φιγούρες στητές, αγέρωχες, θαρρείς πως περίμεναν τον ποιητή βαλμένες στη σειρά καθ' ύψος, σαν τα ειδώλια της Αρτεμης στο μουσείο των Συρακουσών, να διακρίνει και να τραγουδήσει τους πόθους και τα πάθη κάθε καρδιάς χωριστά. Χωριστά, αντικριστά και από την απαραίτητη απόσταση για να μη συγχέονται τα συναισθήματα, για να απομονώνεται κάθε χαρακτήρας και να φαίνεται ανάγλυφος απ' όποια γωνία κι αν ιδωθεί.
Στο σημείο αυτό αισθάνομαι πως πρέπει να αποσαφηνίσω κάτι: Ο λόγος που αναφέρομαι στα γυναικεία πρόσωπα που αναδύονται από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, δεν είναι ότι ο ποιητής υπήρξε αποκλειστικά πορτρετίστας γυναικών, κάθε άλλο. Εχει αποδώσει, χωρίς ν' αφήσει την παραμικρή σκιά, συμπαγείς ανδρικούς χαρακτήρες, και μάλιστα πιο πολλούς συγκριτικά, σε τραγούδια που νίκησαν το χρόνο και παραμένουν κλασικά, όπως επίσης έχει περιγράψει ή και καταγγείλει γεγονότα μέσα από στίχους κοινωνικού περιεχομένου και υψηλής ποιητικής αξίας. Απλώς, αυτό το θέμα μού παραγγέλθηκε από την «Κ.Ε.» κι επειδή, τόσα χρόνια κοντά στον Γκάτσο, έμαθα να δουλεύω με παραγγελίες, προσπάθησα να ανταποκριθώ το κατά δύναμιν.
Ας μην παραξενευτεί ο αναγνώστης: ο Γκάτσος καταπιανόταν με μια δουλειά, μόνο αν του την είχαν παραγγείλει κι αν είχε υπογράψει το αντίστοιχο συμβόλαιο, δηλώνοντας πως ήταν επαγγελματίας και όχι ερασιτέχνης. Το άλλο που δήλωνε, κυρίως σ' εκείνους που υπερηφανεύονταν για την ευκολία τους στο γράψιμο, είναι το ότι ο ίδιος έγραφε τόσο δύσκολα που μάλλον ήταν διορθωτής του εαυτού του και όχι ποιητής. Ηταν γνωστός για το χιούμορ του, όπως και για τις εμμονές του. Και μια εμμονή του ήταν να σημειώνει καθημερινά κάτι, ώστε να μην ξεχάσει το χέρι να γράφει.
Ο χώρος και ο χρόνος, όμως, πιέζουν για ολοκλήρωση της «παραγγελίας». Λοιπόν -και πάντα κατά την ταπεινή μου γνώμη- η μεγάλη μαστοριά του Γκάτσου, πέρα από την άριστη τεχνική και την απόλυτη κυριαρχία στις ρίμες, ήταν να δημιουργεί καθαρούς χαρακτήρες και να τους δίνει υπόσταση ακριβείας. Μπορεί να βοήθησε σε αυτό η πρότερη και πρώιμη ενασχόλησή του με το θέατρο. Πάντως, οι μεν άντρες του δεν κόπτονται για το τίποτα, πράγμα που συμβαίνει συχνά στο ελαφρό αλλά και στο νεότερο τραγούδι, οι δε γυναίκες του δεν εκχυδαΐζονται μέσα σε μια περιρρέουσα γλίτσα. Οι ηρωίδες του παρουσιάζονται είτε σαν άυλα όντα του παραμυθιού που εξαφανίζονται σαν οπτασίες, είτε σαν τις γυναίκες της γης -ακόμα κι αν έχουν «αστική» καταγωγή- στιβαρές, μαχητικές, πιστές στον λόγο τους, προσκολλημένες στο καθήκον. Κι όλα αυτά ειπωμένα από τον Γκάτσο με λίγες λέξεις, σχεδόν ίδιες τις περισσότερες φορές, περιορισμένος από την ανάγκη αμεσότητας του τραγουδιού και τις προσωπικές του προτιμήσεις, γεγονός που μας κάνει να θαυμάζουμε ακόμα πιο πολύ τη μαεστρία του να δημιουργεί σε κάθε τραγούδι κι έναν ολόκληρο κόσμο. 7
(1) Από γράμμα του στον Κωνσταντίνο Λαρδά.
(2) Πασιφανής η αναφορά στην «Αμοργό» του.
(3) Από γράμμα του στον Μάνο Χατζιδάκι.
(4) Οι στίχοι αυτοί, όπως και όσοι ακολουθούν, περιέχονται στον συνολικό τόμο: «Νίκος Γκάτσος, Ολα τα τραγούδια», εκδ. Πατάκη (1999).