Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

"Για να πάψουμε να παραπαίουμε, οφείλουμε να πετάξουμε το σαθρό από υπουργεία, κοινωνία, ΜΜΕ" / του Μόσχου Λαγκουβάρδου


   

Αναδημοσίευση από τις «Θεσσαλικές Επιλογές»



Στις επιφυλλίδες των βιβλίων του Μόσχου Λαγκουβάρδου (ΜΛ), δεν θα βρεις το βιογραφικό του και στο ιντερνέτ όσο και αν ψάξεις δεν θα βρεις προσωπικές αναφορές παρά μόνο κείμενα, ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια. Κι όμως, ο ειρηνοδίκης- συγγραφέας, έχει μια μεγάλα ιστορία να αφηγηθεί, γραμμένα κατά έναν περίεργο τρόπο ανάμεσα στις δικαστικές αίθουσες -που ποτέ δεν αγάπησε- μάρτυρες, κατηγορούμενους, βιβλία και ποίηση. «Σε ότι έχω γράψει -λέει- ούτε μια σειρά δεν είναι που δεν την έχω ζήσει, που να είναι δηλαδή φανταστική ή που ακούγεται ωραία και για αυτό να τη χρησιμοποίησα. Ακόμα και στα ποιήματα μου ακολουθώ την κινέζικη ποίηση, που είναι ποίηση των πραγμάτων και τον Παπαδιαμάντη που λέει ότι το καλύτερο σύμβολο, ο καλύτερος οιωνός είναι η πραγματικότητα. Γιατί η πραγματικότητα είναι πιο φανταστική από τη φαντασία και θεωρώ ότι μας περιβάλλει ένας κόσμος, ο οποίος στα πράγματα είναι σύμβολα και στα γεγονότα παραβολές. Οποιοδήποτε γεγονός και αν πάρεις στην καθημερινή σου ζωή και εμβαθύνεις σε αυτό θα δεις ότι έχει ένα νόημα διαφορετικό και εσωτερικότερο από αυτό που λέει εξωτερικά Τα υπόλοιπα, τα εξωτερικά, τα επιφανειακά, τα θεωρώ ψεύτικη ζωή και δεν τα θέλω».


«Όσο περισσότερες συμβουλές δίνουμε στα παιδιά, τόσο λιγότερο σωστοί είμαστε στη συμπεριφορά μας. Οι ενοχές που νιώθουμε μας δημιουργούν την ανάγκη να διδάξουμε, να κάνουμε διάλογο κ.λπ»

ΧΒ: Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ έντονη στα κείμενα σας, μια πνευματικότητα, μια αναζήτηση σχετικά με το θείο και την πίστη.

ΜΛ: Είναι θέμα ωριμότητας. Αυτό που ενήργησε στη ζωή μου ώστε να εδραιωθεί η πίστη μου δεν ήταν τα βιβλία –αντιθέτως, τα βιβλία με έφτασαν στην απελπισία- ήταν οι άνθρωποι. Αν έχεις την ευτυχία να συνδεθείς και να γνωρίσεις καλύτερα ένα άνθρωπο που πιστεύει ή που είναι ειρηνικός, θα σου μεταδώσει την πίστη του και την ειρήνη του και θα σε βοηθήσει ακούσια να την κάνεις κτήμα σου. Για αυτό λοιπόν η εκκλησία μας δεν λέει θα σας δώσουμε δασκάλους, ούτε καν διδάσκει σε αίθουσες. Εμείς έχουμε πατέρες και διδάσκουμε όπως οι πατέρες τα παιδιά τους, με το παράδειγμα τους και τη ζωή τους. Ένας πατέρας αν είναι σωστός στο σπίτι, δεν χρειάζεται να δώσει καμιά συμβουλή. Αντιθέτως όσες περισσότερες συμβουλές δίνουμε στα παιδιά, τόσο λιγότερο σωστοί είμαστε στη συμπεριφορά μας. Οι ενοχές που νιώθουμε μας δημιουργούν την ανάγκη να διδάξουμε, να κάνουμε διάλογο κ.λπ. Αν όμως ήμασταν σωστοί, αν προσέχαμε τους δικούς μας, αν τους χαρίζαμε λίγο χρόνο, λίγη προσοχή τότε ακόμη και μέσα από τη σιωπή θα μπορούσαμε να τους διδάξουμε.

ΧΒ: Όλος αυτό ο προβληματισμός, η εσωτερικότητα, η πραότητα αν θέλετε, πως συμβαδίζει με το ρόλο που είχατε ως δικαστής;

ΜΛ: Δεν συμβαδίζει και μάλιστα καθόλου. Δεν θέλω να ακουστεί μεγάλος λόγος αλλά αν σας πω ότι κάθε πρωί πήγαινα στην εργασία μου για να σταυρωθώ, ειλικρινά θα είναι η απόλυτη αλήθεια. Κάθε μέρα και ο λόγος ήταν ότι ενώ εγώ ζητούσα να είμαι δημιουργικός στην ουσία πήγαινα σε ένα χώρο που είναι επανάληψη.

ΧΒΜπορεί ένας δικαστής να είναι δημιουργικός;

ΜΛ: Οφείλει να είναι, με την έννοια ότι θα πρέπει να εμβαθύνει, να μπει μέσα στη διαφορά, να καταλάβει αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι αντίδικοι. Ει δυνατόν να πάει και στον τόπο της διαφοράς. Δυστυχώς όμως η νομοθεσία όλων των πολιτισμένων κρατών είναι νομοθεσία των πραγμάτων. Υπερασπίζεται δηλαδή εμπράγματα δικαιώματα, «αδιαφορώντας» για τον άνθρωπο. Δηλαδή, μπορεί να έχεις έναν γείτονα που σου κάνει τη ζωή μαύρη και να μην μπορείς να ζητήσεις δικαστική προστασία, αν όμως πειράζει την πόρτα, το δικαστήριο επιλαμβάνεται αμέσως. Κάποια στιγμή επί δικτατορίας είχε εφαρμοστεί ένας θεσμός, ο οποίος πηγάζει από το θεσμό της διαιτησίας, βάσει του οποίου ο ειρηνοδίκης μετείχε στη διαφορά και προσπαθούσε να την επιλύσει εξωδικαστικά. Θυμάμαι έλεγα στις δύο πλευρές ότι η χειρότερη συμφωνία μεταξύ τους, είναι η καλύτερη απόφαση.

Για να επανέλθω όμως στο θέμα της δημιουργίας, μια επιστήμη όπως η νομική και η ιατρική επίσης, έχει τόσες απαιτήσεις που οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να διαβάσουν, να ακούσουν, να σκεφτούν. Και εμένα αυτό με σκότωνε. Η τέχνη σε καλλιεργεί, εκλεπτύνει το αισθητήριό σου, σε μαθαίνει να πολεμάς με τον εγωισμό σου. Όταν λοιπόν δεν μπορείς να έχεις τίποτα από αυτά αποξενώνεσαι. Κι εγώ αυτό που ήθελα ήταν να γράφω...

«Το να ξέρεις τι είναι πίστη, δεν σημαίνει ότι είσαι πιστός και το να ξέρεις τι είναι η αλήθεια δεν σημαίνει ότι είσαι αληθινός· συγχέουμε τη γνώση με την πραγματικότητα»

ΧΒ: Είναι γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της εξειδίκευσης.

ΜΛ: Ναι και για αυτό βιώνουμε την απόλυτη μοναξιά και τη σχιζοφρένεια. Γιατί δεν έχουμε γέροντες, δεν έχουμε πνευματικούς.

ΧΒ: Έχουμε ψυχολόγους...

ΜΛ: Ο ψυχολόγος σου δίνει μια γνώση, υπάρχει όμως μια σύγχυση ως προς αυτό. Το να ξέρεις τι είναι αγάπη, δεν σημαίνει ότι αγαπάς. Το να ξέρεις τι είναι πίστη, δεν σημαίνει ότι είσαι πιστός και το να ξέρεις τι είναι η αλήθεια δεν σημαίνει ότι είσαι αληθινός. Δηλαδή συγχέουμε τη γνώση με την πραγματικότητα· εγώ μπορεί να λέω ωραία πράγματα αλλά στην πραγματικότητα να είμαι τενεκές.

ΧΒ: Σε τι οφείλεται αυτή η έλλειψη πνευματικών;

ΜΛ: Πρώτα διαφθείρεται το πνεύμα κι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα επικρατεί ένα πνεύμα που δεν είναι ελληνικό, είναι ξενόφερτο. Είναι το πνεύμα της χρησιμοθηρίας και του ωφελιμισμού.

ΧΒΝομίζω πως πρόκειται για το πνεύμα του καπιταλισμού και η εδραίωσή του είναι παγκόσμια, δεν έχει να κάνει με την ελληνική κοινωνία και μόνο.

ΜΛ: Σαφώς. Πρόκειται για το μοντέλο των αγγλοσαξόνων, το οποίο επέβαλαν μέσα από την άθλια προπαγάνδα, έτσι ώστε ο άνθρωπος πλέον να μετριέται όχι για αυτό που είναι αλλά για αυτό που έχει. Αυτή η νοοτροπία έχει δυο βασικές αρχές:
  • Πρώτον, θεωρεί την μεταξύ μας επαφή τυπική και ανειλικρινή. Εγώ λοιπόν δεν περιμένω από εσένα να είσαι αληθινός αλλά να είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου.
  • Δεύτερο -και κυριότερο- θεωρεί την αγάπη ανέφικτη. Δεν είναι τυχαίο πως σήμερα αν μιλήσεις δηλαδή στον διπλανό σου στο μπαρ, κινδυνεύεις να φας ξύλο. Είναι γνωστή η ιταλική παροιμία, «κι αν δεν είναι αληθινό, είναι καλά ειπωμένο». Ο κόσμος κοιτάζει αυτό που φαίνεται ή που ακούγεται ωραία κι αδιαφορεί για το αληθινό.
Ευτυχώς όμως, παρά την τεράστια προπαγάνδα υπάρχουν πάντα κάποιοι που πάνε κόντρα στο ρεύμα, που παραμένουν υγιείς και αυτάρκεις και αποφεύγουν βέβαια να λάβουν αξιώματα γιατί αυτό θα ήταν διαφθορά.

«Η διαφορά πλουσίου και φτωχού δεν είναι στο πόσα χρήματα έχουν, αλλά στο πόσο επιθυμούν το χρήμα»

ΧΒ: Νομίζετε πως, αυτό που ζούμε τώρα, είναι η κατάρρευση του καπιταλιστικού μοντέλου;

ΜΛ: Θεωρώ ότι έφτασε στα όριά του. Όπως όταν κάποιος τρώει πολύ θα αναγκαστεί να μην τρώει καθόλου, έτσι γίνεται τώρα με τον καπιταλισμό. Η λύση είναι να πεισθούν οι πλούσιοι να γίνουν φτωχοί. Τα συστήματα όταν φτάνουν στα όριά τους φέρνουν την αντίθετη κατάσταση, ανατρέπονται από μόνα τους. Για αυτό εφησυχάζουν οι' Έλληνες.

ΧΒ: Την ώρα που εμείς «εφησυχάζουμε», στην Πορτογαλία και την Ισπανία βρίσκονται σε εγρήγορση.

ΜΛ: Το «έχει ο Θεός» που λέει ο απλός κόσμος, για εμένα έχει βαθύτατο νόημα. Θα πει ότι θα περάσουμε τη δυσκολία με το να είμαστε αυτάρκεις.

ΧΒ: Πόσο αυτάρκης μπορεί να είναι μια χώρα επαίτης;

ΜΛ: Η διαφορά πλουσίου και φτωχού δεν είναι στο πόσα χρήματα έχουν, αλλά στο πόσο επιθυμούν το χρήμα. Δηλαδή μπορεί ένας πάμπτωχος να είναι χειρότερος από τον πιο πλούσιο στην φιλαργυρία του και ένας πλούσιος να είναι απίστευτα γενναιόδωρος. Πιστεύω ακράδαντα ότι εάν σήμερα επιδιώκαμε να είμαστε αυτάρκεις και ανάπτυξη θα είχαμε και θα καταφέρναμε να ορθοποδήσουμε.

Δεν μπορούμε να διατηρήσουμε αυτή τη χλιδή -έστω τυπική- και να μην είμαστε επαίτες. Είμαι πεπεισμένος ότι ο άνθρωπος, οι χώρες αν θέλετε, δεν πρέπει όταν νιώθουν αδύνατες να υποχωρούν, γιατί αυτό είναι άτακτη υποχώρηση και όταν υποχωρείς ατάκτως διαλύεσαι. Αντίθετα στην τακτική υποχώρηση, υποχωρείς κρατώντας και ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις σου.

Το ότι η Ελλάδα λοιπόν τώρα υποχωρεί λέγοντας «ναι» σε όλα, είναι κατ' εμέ η χειρότερη τακτική. Κι ο Κανάρης, όταν επιτέθηκε στην τουρκική ναυαρχίδα, είπε: «Κωνσταντή, απόψε πεθαίνεις». Μόνο έτσι γίνεται.

ΧΒ: Σε πραγματικές συνθήκες, στο σήμερα δηλαδή ποιες είναι οι δυνάμεις από τις οποίες θα μπορούσαμε να κρατηθούμε και με ποιες συνέπειες; Δηλαδή στο ερώτημα «Ευρώπη ή βαρβαρότητα», «ευρώ ή δραχμή» και άλλα τέτοια διλήμματα, τι θα πρέπει να απαντήσουμε;

ΜΛ: Αυτά στα οποία αναφέρεστε και τα οποία αναπαράγονται με τον τρόπο και τους σκοπούς που αναπαράγονται μέσα από τα ΜΜΕ, αφορούν κατά τη γνώμη μου συμπτώματα. Το ζήτημα όμως είναι οι αιτίες, τις οποίες δεν θέλουμε να εντοπίσουμε. Αν λοιπόν απαντήσω σε κάποιο από αυτά τα ψευτοδιλήμματα θα είναι λάθος. Εκείνο που πρέπει να δούμε είναι πώς θα αντιστρέψουμε την κατάσταση, πώς θα πετάξουμε έξω το σαθρό, από τα υπουργεία, την κοινωνία, τα ΜΜΕ. Αν δεν αλλάξει το πνεύμα, απλώς θα παραπαίουμε. Είναι νομίζω κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από ένα δίλημμα.

Ο Μόσχος Λαγκουβάρδος είναι συνταξιούχος δικαστικός, συγγραφέας, επιφυλλιδογράφος και μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου