Στον παγκοσμιοποιημένο μας κόσμο υπάρχει ένας ιστός που συνδέει όλους και όλες μεταξύ μας: ξεκινά από το 12χρονο κοριτσάκι που ιδρώνει επί δεκατέσσερις ώρες επάνω από το κομψό, κατά τ’ άλλα, μπλουζάκι μιας πολυεθνικής στην Ινδονησία, περνά από τον καθέναν από τους εκατοντάδες χιλιάδες παραγωγούς που εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια τα χωράφια τους στην Ευρώπη και τον τρομοκρατημένο από τις τρελές αγελάδες και τα ακόμη πιο τρελά κοτόπουλα καταναλωτή, και καταλήγει στον εξαθλιωμένο ιρακινό αγρότη που υποχρεώνεται με νόμο πλέον να αγοράζει σπόρους από τις μεγάλες αγροτοβιομηχανίες. Τι είναι λοιπόν αυτό που μας ενώνει; Καταρχάς, το ότι είμαστε όλοι και όλες θύματα ενός μοντέλου που αποφασίζει τι, πού και πώς θα παραχθεί, σε τι είδους (χημική) επεξεργασία θα υποβληθεί και με ποιο τρόπο θα φτάσει στον τελικό του αποδέκτη, με ένα και μόνο κριτήριο: τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Το μοίρασμα της πίτας
Τα τελευταία χρόνια η υπογραφή συμφωνιών υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών (βλέπε Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα κ.ά.) οδήγησε στην περίφημη απελευθέρωση του εμπορίου. Η ελεύθερη αγορά, μας είπαν, θα βοηθούσε τα έθνη να αναπτύξουν στο μέγιστο το παραγωγικό και ανθρώπινο δυναμικό τους και να κάνουν το αποφασιστικό βήμα για την οριστική εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας. Ελεύθερη αγορά εν μέρει, βέβαια, καθώς οι χώρες του Νότου (κυρίως στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική) υποχρεώθηκαν να καταργήσουν τους δασμούς και κάθε οικονομική βοήθεια στην εγχώρια παραγωγή τους, ενώ οι χώρες του Βορρά συνέχισαν να ενισχύουν τη δικιά τους παραγωγή με επιδοτήσεις και να επιβάλλουν υψηλούς δασμούς σε καθετί που προερχόταν απ’ έξω.
Ο αγρότης της Κολομβίας, που μέχρι τότε παρήγε για οικογενειακή κατανάλωση ή για τηντοπική αγορά, δυστυχώς δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευέλικτος σε αυτό το νέο σκηνικό: τα εισαγόμενα σε τιμές κάτω του κόστους –πρακτική γνωστή ως dumping– αγαθά βασικής κατανάλωσης, τα οποία προέρχονταν από μια επιδοτούμενη, εντατική και μαζικά βιομηχανοποιημένη γεωργία, κατέκλυσαν την τοπική αγορά και του στέρησαν κάθε δυνατή πηγή εσόδων. Οι αριθμοί είναι διαφωτιστικοί: Το 1985, η Αϊτή παρήγαγε 154.000 τόνους σπόρων και εισήγαγε 7.000. Το 2004, μετά το πραξικόπημα και την επέμβαση των ΗΠΑ, η παραγωγή μειώθηκε στο μισό και οι εισαγωγές έφτασαν τους 400.000 τόνους. Η Κολομβία, από την άλλη, ενώ το 1966 παρήγαγε 160.000 τόνους σιτάρι και εισήγαγε 120.000, το 2004 παρήγαγε κάτι λιγότερο από 20.000 τόνους και εισήγαγε 1.800.000 τόνους. Με δυο λόγια, χάρη στην ελεύθερη αγορά, η εγχώρια αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή του Νότου κατέρρευσε, και το μεταναστευτικό ρεύμα διογκώθηκε τόσο προς το εσωτερικό (οι αχανείς παραγκουπόλεις στις περιφέρειες των λατινοαμερικάνικων πόλεων μαρτυρούν με δραματικό τρόπο αυτό τον ξεριζωμό) όσο και προς τις χώρες του Βορρά.
Και στην Ευρώπη τι συμβαίνει;
Αν τα ευρωπαϊκά προϊόντα έχουν κατακλύσει τις χώρες του Νότου, τότε οι ευρωπαίοι αγρότες δεν θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι; Το γεγονός όμως ότι μόνο το 2000, 200.000 αγρότες και 600.000 κτηνοτρόφοι εγκατέλειψαν την παραγωγή, δηλώνει μάλλον το αντίθετο. Η αλήθεια είναι ότι τις εξαγωγές προς το Νότο ελέγχουν μεγάλες βιομηχανικές αγροτικές και κτηνοτροφικές μονάδες, οι οποίες λαμβάνουν και το μεγαλύτερο μερίδιο από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, είναι γνωστό ότι μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αναδιαρθρώθηκε η εγχώρια παραγωγή, επεκτάθηκαν οι μονοκαλλιέργειες με κύριο στόχο τις εξαγωγές και ο μικροπαραγωγός εξαρτάται πλέον από τις αποφάσεις ενός κεντρικού, τελείως ξένου προς τις τοπικές ανάγκες και μακρινού μηχανισμού.
Επιστρέφοντας στο κατ’ ευφημισμόν παγκόσμιο χωριό (περισσότερο με ζούγκλα μοιάζει), παρατηρούμε σε μεγαλύτερη κλίμακα το ίδιο σκηνικό. Οι χώρες του Νότου εξακολουθούν να έχουν πολλά να προσφέρουν στην παγκόσμια αγορά: φτηνές πρώτες ύλες, τροπικά φρούτα και αγαθά που δεν μπορούν να παραχθούν στο Βορρά, και βέβαια φτηνή εργατική δύναμη. Γι’ αυτό τη θέση –και τα χωράφια– των ξεριζωμένων παραγωγών έχουν πάρει πλέον οι πολυεθνικές. Στο πλαίσιο του νέου καταμερισμού, οι χώρες αυτές έπαψαν να παράγουν αγαθά για την κάλυψη των τοπικών αναγκών και στράφηκαν στιςεξαγωγές. Σύμφωνα με τη (νεοφιλελεύθερη) θεωρία, η άνοδος των εξαγωγών θα συντελούσε στην καταπολέμηση της φτώχειας μέσω της περίφημης «διάχυσης των εσόδων προς τα κάτω». Στην πραγματικότητα όμως, οι χώρες του Νότου είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν όσα από τα έσοδα τους αντιστοιχούν στην εξυπηρέτηση του υπέρογκου εξωτερικού χρέους και, σαν να μην έφτανε αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών αναλαμβάνουν μετρημένες στα δάχτυλα πολυεθνικές, οι οποίες ελέγχουν όλους τους κρίκους της αλυσίδας, από το χωράφι μέχρι το τραπέζι. Είναι χαρακτηριστικό ότι τέσσερις εταιρείες ελέγχουν το 70% της παγκόσμιας αγοράς φυτοφαρμάκων, το 25% της παραγωγής παραδοσιακών σπόρων και το 100% της παραγωγής μεταλλαγμένων. Η εξάπλωση των τελευταίων όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα της πείνας, όπως υποστηρίζουν οι εμπνευστές τους, αλλά και απειλεί να μας μετατρέψει όλους σε Φρανκεστάιν, δηλητηριάζοντας ανεπανόρθωτα τις τροφές και προκαλώντας ένα είδος «πράσινης ερήμου»: τα μεταλλαγμένα τείνουν να αφανίσουν τα πάντα (αγρότες, έδαφος, πανίδα και μικροοργανισμούς, παραδοσιακές γνώσεις και καλλιέργειες), εκτός από την ίδια τη σοδειά.
Φαίνεται λοιπόν ότι αυτή η παγκοσμιοποιημένη οικονομία επιθυμεί να μετατρέψει κάθε πλευρά της ατομικής και συλλογικής μας ζωής (εργασία, ελεύθερος χρόνος, έρωτας, δημιουργία) σε ένα μετρήσιμο και ανταλλάξιμο εμπόρευμα. Τελικά, η μόνη ελευθερία που μας απομένει είναι να επιλέξουμε πού και πώς θα (ξε)πουλήσουμε αυτό το εμπόρευμα, ή μήπως έχουμε να πούμε κάτι παραπάνω;
Το κίνημα του Δίκαιου Εμπορίου
Τη δεκαετία του ’60, μέσα σ’ ένα κλίμα αναζήτησης ενός άλλου μοντέλου εμπορικών σχέσεων μεταξύ «αναπτυγμένων» και «αναπτυσσόμενων» χωρών, γεννιέται στην Ευρώπη το κίνημα του Δίκαιου Εμπορίου: ένα κίνημα με στόχο την αλληλεγγύη προς τους μικροπαραγωγούς του Νότου, την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών του Βορρά, και παράλληλα την καταγγελία των επιθετικών προς τον «Τρίτο Κόσμο» πολιτικών που ασκούν κυβερνήσεις, πολυεθνικές και διεθνείς οργανισμοί. Η ιδέα της έμπρακτης αλληλεγγύης είναι σχετικά απλή – αν είχε σχήμα θα ήταν μια αλυσίδα με τρεις κρίκους: τον παραγωγό, τον καταναλωτή και μια οργάνωση που τους συνδέει. Και πώς λειτουργεί; Η οργάνωση αγοράζει απευθείας το προϊόν από τον παραγωγό και το διαθέτει σε σημεία πώλησης, όπου έρχεται σε επαφή με τον καταναλωτή και του εγγυάται ότι αυτό πληροί τα λεγόμενα κριτήρια του δίκαιου εμπορίου, δηλαδή την προέλευση, τις συνθήκες παραγωγής (αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, σεβασμός στο περιβάλλον, κ.λπ.) και την ποιότητά του, καθώς και το ότι αγοράστηκε σε τιμή «δίκαιη» για τον παραγωγό. Εγγυάται, τέλος, ότι τα κέρδη από την πώληση επιστρέφονται στον παραγωγό ή/και επενδύονται σε καμπάνιες πληροφόρησης και καταγγελίας. Η αρχική επιδίωξη του κινήματος λοιπόν είναι η ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων με στόχο τη δημιουργία δομών μιας βιώσιμης τοπικής οικονομίας, σε αντιδιαστολή με την αντίληψη της περιβόητης «οικονομικής βοήθειας για την ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου».
Κάπως έτσι το 1967 μια βελγική οργάνωση αρχίζει να εισάγει είδη χειροτεχνίας από διάφορες χώρες του Νότου. Δύο χρόνια αργότερα ανοίγει το πρώτο «μαγαζί αλληλεγγύης» σε ένα χωριό στην Ολλανδία. Σήμερα οι διαστάσεις του Δίκαιου Εμπορίου είναι τεράστιες παγκοσμίως και συνεχώς διογκώνονται: υπάρχουν τουλάχιστον 3.000 μαγαζιά στην Ευρώπη και χιλιάδες ακόμη στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς και χιλιάδες άνθρωποι που εργάζονται γι’ αυτό. Υπάρχει επίσης ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δίκαιου Εμπορίου, που συντονίζει τις εισαγωγές και την κοινή στρατηγική των διαφόρων οργανώσεων, και πολλές άλλες ανάλογες οργανώσεις-ομπρέλες καθώς και δίκτυα. Σε αυτό το πλαίσιο διακινούνται προϊόντα όλων των ειδών: από ζάχαρη, κακάο, ρύζι και μπανάνες μέχρι υφάσματα και είδη χειροτεχνίας κάθε τύπου, μερικά δε από αυτά έχουν πια κατακτήσει σημαντικό μερίδιο στην αγορά και οι πωλήσεις τους έχουν σταθερά αυξητικές τάσεις.
Να το σφραγίσω;
Όταν το κίνημα άρχισε να εξαπλώνεται, γεννήθηκε η ανάγκη ενός διακριτικού συμβόλου που θα πιστοποιούσε τα προϊόντα του Δίκαιου Εμπορίου. Η εμφάνιση της πρώτης σφραγίδας στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (σήμερα κυκλοφορούν τέσσερις σφραγίδες στην Ευρώπη) είναι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο στην ιστορία του κινήματος. Και αυτό γιατί η σφραγίδα δίνεται στο προϊόν, εφόσον πληροί τα παραεπάνω ελάχιστα κριτήρια, και όχι στον πωλητή. Με άλλα λόγια, ο «δίκαιος» καφές του «δίκαιου» καλλιεργητή ή συνεταιρισμού μπορεί να καταλήξει (και έχει καταλήξει) στα ράφια πολυεθνικών όπως τα Μακ Ντόναλντς ή τα Στάρμπακς.
Αποτέλεσμα; Η συμμετοχή του ευαισθητοποιημένου καταναλωτή περιορίζεται στο να αγοράζει όποιο προϊόν φέρει σφραγίδα και η οργάνωση Δίκαιου Εμπορίου παραχωρεί σταδιακά τη θέση της σε μια εταιρεία, η οποία με αυτό τον τρόπο «εξανθρωπίζεται» στα μάτια του καταναλωτή. Ο δε στόχος του κινήματος συρρικνώνεται στην οικονομική διάσταση του θέματος: στην εξασφάλιση μιας «δίκαιης», όπως διαφημίζεται, τιμής, που καθορίζεται με βάση αυτήν που κυκλοφορεί στην παγκόσμια αγορά (συνήθως είναι 10-15% υψηλότερή της), η οποία όμως, ως γνωστόν, μόνο δίκαιη δεν είναι. Και ενώ το προϊόν φτάνει πράγματι στο ευρύτερο δυνατόν καταναλωτικό κοινό και αυξάνονται οι πωλήσεις του, η αμφίδρομη σχέση μεταξύ του παραγωγού του Νότου και της οργάνωσης διακίνησης του Βορρά πάει περίπατο, σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Εναλλακτικό και αλληλέγγυο
Στον αντίποδα αυτής της λογικής (ευτυχώς) βρίσκονται όσοι επιμένουν ότι δεν αποτελεί κατάκτηση για τον παραγωγό η κατάληξη του καφέ που καλλιέργησε στο σούπερ μάρκετ. Υποστηρίζουν ότι η σφραγίδα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι εμπορεύσιμη και, αν τέλος πάντων, κάποιος πρέπει να σφραγίζεται, αυτός πρέπει να είναι πρώτος από όλους ο πωλητής. Εξακολουθούν με άλλα λόγια να εμπνέονται από την αρχική ιδέα του κινήματος: την επιδίωξη δημιουργίας ενός δικτύου εναλλακτικού εμπορίουβασισμένου σε διαφορετικές, όσο γίνεται ανταγωνιστικές και ανεξάρτητες από τις υπάρχουσες, δομές. Συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η διακίνηση πρέπει να συνδυάζεται μεπρωτοβουλίες αλληλεγγύης στους παραγωγούς, με την προβολή ενός άλλου μοντέλου κατανάλωσης και με την καταγγελία των πολύπλοκων μηχανισμών που οδηγούν στην εξαθλίωση τους παραγωγούς και όχι μόνο. Και στην άκρη του μυαλού τους έχουν ότι τη σήμερον ημέρα δίκαιο εμπόριο δεν μπορεί να υπάρξει. Το δίκαιο εμπόριο (πρέπει να) είναι ο απώτερος στόχος του κινήματος ή, αλλιώς, ο αγώνας για ένα δίκαιο εμπόριο είναι ένα μέρος μόνο του αγώνα για την ανατροπή των εκμεταλλευτικών δομών του παγκόσμιου εμπορίου. Προς το παρόν, λοιπόν, το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί μια οργάνωση είναι ότι με τη συγκεκριμένη εμπορική διαδικασία που ακολούθησε προσπάθησε να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή ισοτιμία μέσα σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από τη μέγιστη ανισότητα.
H (μικρή) εμπειρία και οι (μεγαλεπήβολοι) στόχοι μας
Το εμπόριο σήμερα, τόσο σε παγκόσμιο όσο και τοπικό επίπεδο, βασίζεται στην εκμετάλλευση και αποσκοπεί αποκλειστικά στο κέρδος. Παρ’ όλα αυτά, σε όλο τον κόσμο γίνονται σημαντικές προσπάθειες δημιουργίας εναλλακτικών μορφών εμπορίου, με όλες τις αντιφάσεις και τα προβλήματα που παρουσιάζουν. Εμείς τι κάνουμε για αυτό;
Με αυτό το ερώτημα στο μυαλό κάποιοι και κάποιες ξεκινήσαμε από το καλοκαίρι του 2004 να συζητάμε για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα εγχείρημα εναλλακτικού και αλληλέγγυου εμπορίου στην Ελλάδα και επάνω σε ποιες βάσεις. Δεν συναντηθήκαμε τυχαία: γνωριζόμασταν από την πολιτική μας δράση, τη συμμετοχή μας σε συλλογικότητες που προτάσσουν την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και την άμεση και ισότιμη συμμετοχή ως πρώτες ύλες μιας άλλης, καλύτερης, ζωής.
Καταλύτης για να δοκιμάσουμε το ερώτημα και στην πράξη στάθηκε η γνωριμία μας τον περασμένο Ιούλιο με τη γερμανική κοοπερατίβα Café Libertad, στη διάρκεια μιας παρουσίασης της δουλειάς τους στο Βελιγράδι, στην ευρωπαϊκή συνάντηση του People’s Global Action. Μάθαμε ότι εδώ και 5 χρόνια έχουν έρθει σε άμεση επαφή με ζαπατιστικές κοοπερατίβες στο Μεξικό, αγοράζοντας και διακινώντας τον καφέ τους όχι για να κερδίσουν από αυτό, αλλά ως έμπρακτη πολιτική αλληλεγγύη. Μάθαμε επίσης ότι πολλές συλλογικότητες στην Ευρώπη κάνουν το ίδιο, οι οποίες σχηματίζουν ένα δίκτυο για την προώθηση των προϊόντων των Ζαπατίστας (RedProZapa). Έτσι, από το Σεπτέμβρη ξεκινήσαμε να διακινούμε στην Αθήνα καφέ από τις ζαπατίστικες κοοπερατίβες της Τσιάπας του Μεξικού, κακάο από την κοοπερατίβα El Ceibo της Βολιβίας, μάτε από το Κίνημα των Χωρίς Γη (MST) της Βραζιλίας και μαύρο τσάι από το κίνημα των Adivasi της Ινδίας. Κυρίως χέρι με χέρι, αλλά και μέσω πολιτικών και κοινωνικών χώρων, τα προϊόντα έφτασαν σε όλο και περισσότερο κόσμο. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν η ανταπόκριση που βρήκε η ιδέα και η θέρμη με την οποία υιοθετήθηκε. Δεκάδες άνθρωποι τόσο στην Αθήνα όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα άρχισαν να συμμετέχουν στη διακίνηση των προϊόντων, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί πλέον ένα συνεχώς διευρυνόμενο δίκτυο. Αρκετοί και αρκετές εντάχθηκαν και στη συλλογικότητα, εμπλουτίζοντάς τη με την όρεξη και τις ιδέες τους.
Ήταν για μας μια περίοδος αναζήτησης και προβληματισμού. Αφενός, στο καθαρά πρακτικό επίπεδο, αφού, μην έχοντας καμία εμπειρία από ανάλογες δραστηριότητες, χρειάστηκε να μάθουμε από τα λάθη μας. Κατανοήσαμε ότι το εγχείρημα αυτό απαιτεί διαφορετικό επίπεδο οργάνωσης και «συνέπειας» σε σχέση με την εμπειρία μας από άλλες συλλογικότητες, κυρίως επειδή περιλαμβάνει τη διαχείριση χρηματικών ποσών. Από την άλλη, στο πιο θεωρητικό επίπεδο, που σχετίζεται με το τι θέλουμε να κάνουμε και πώς, προχωρήσαμε στα τυφλά, καθώς επιχειρούσαμε κάτι εντελώς καινούργιο για τον ελλαδικό χώρο και δεν θέλαμε να αντιγράψουμε έτοιμες λύσεις από το εξωτερικό. Μέσα από μια διαρκή διαδικασία συζήτησης διατυπώσαμε τα ερωτήματα και προσπαθήσαμε να τα απαντήσουμε συλλογικά: Τι σημαίνει για εμάς αλληλεγγύη; Ποια είναι η διαφορετική μορφή εμπορίου που θέλουμε να χτίσουμε και τι μας κινητοποιεί για να την πετύχουμε; Τι σχέση μπορεί να έχει με την υπάρχουσα δομή του εμπορίου; Πώς μπορεί να συμβιβαστεί με το νόμο και την εφορία; Πώς ισορροπούμε την ανάγκη για οικονομική βιωσιμότητα του εγχειρήματος με τη θέλησή μας να είναι τα προϊόντα προσιτά σε όλους και όλες; Και άλλα πολλά…
Πού βρισκόμαστε…
Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε αυτή τη διαδικασία προβληματισμού, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ποτέ: πολλά ερωτήματα παραμένουν και άλλα τόσα θα προκύψουν στο μέλλον. Πλέον όμως νιώθουμε έτοιμοι να δώσουμε κάποιες απαντήσεις και να τις δοκιμάσουμε στην πράξη. Και αν έπρεπε να το κάνουμε μέσα σε δύο γραμμές, θα λέγαμε: θέλουμε να δημιουργήσουμε σχέσεις μεταξύ ανθρώπων βασισμένες όσο το δυνατόν στην ισοτιμία, στην εμπιστοσύνη και στο συλλογικό συμφέρον.
Μιλώντας για αλληλεγγύη, αναφερόμαστε κυρίως στις σχέσεις που θέλουμε να χτίσουμε με τις συλλογικότητες των παραγωγών, τα προϊόντα των οποίων επιλέγουμε να διακινήσουμε. Δεν κάνουμε την επιλογή αυτή με βάση τη συμπάθειά μας για τους «φτωχούς του Τρίτου Κόσμου», ούτε κινούμενοι από κάποιο αίσθημα ηθικού δικαίου. Την κάνουμε γιατί αυτές οι συλλογικότητες οργανώνονται, αγωνίζονται και παράγουν με τρόπους που, παρά τις διαφορετικές συνθήκες, έχουν στοιχεία που θα θέλαμε να εφαρμόσουμε και στις δικές μας ζωές. Αν οι τιμές που εισπράττουν για τα προϊόντα τους μέσω της σχέσης αυτής είναι συχνά αρκετά καλύτερες από της αγοράς, αυτό δεν μας φαίνεται ιδιαίτερο επίτευγμα: το αντίθετο, ξέρουμε ότι παραμένουν αναντίστοιχες με το μόχθο τους. Θέλουμε σταδιακά να γνωριστούμε καλύτερα, να ορίσουμε πιο άμεσα τη σχέση αυτή, να την κάνουμε πραγματικά αμφίδρομη. Είμαστε αλληλέγγυες «με» συγκεκριμένους ανθρώπινους αγώνες, όχι «σε» απρόσωπους «καταπιεσμένους». Το άρωμα του καφέ ή του κακάο θέλουμε να υπενθυμίζει ότι μπορούμε να αλλάξουμε τις ζωές μας, να παρακινεί σε συλλογική δράση και όχι να δίνει απλά μια προσωπική ηθική ικανοποίηση.
Επίσης δεν περιορίζουμε το εύρος των παραγωγών με τους οποίους θέλουμε να συνεργαστούμε μόνο στο εξωτερικό. Γνωρίζουμε π.χ. ότι στην Ελλάδα γίνονται τα τελευταία χρόνια προσπάθειες συλλογικής οργάνωσης μικρών παραγωγών, με σκοπό την προώθηση μιας άλλης λογικής στην αγροτική παραγωγή και διακίνηση. Σκοπεύουμε να διερευνήσουμε αν είναι δυνατόν να στηρίξουμε τις προσπάθειες αυτές και οποιοσδήποτε άλλες παρόμοιες πιθανόν ξεφυτρώσουν.
Όταν μιλάμε για εναλλακτικό εμπόριο, εννοούμε κυρίως το σκοπό, τη φιλοσοφία και την πρακτική της διακίνησης των προϊόντων. Η βασικότερη ίσως διαφορά με το «κλασικό» εμπόριο είναι ότι δεν στοχεύουμε στο κέρδος: αν προκύπτει ένα οικονομικό πλεόνασμα από την πώληση των προϊόντων, αυτό εξυπηρετεί τις ανάγκες, τις προοπτικές και τις συλλογικές επιδιώξεις του εγχειρήματος. Εμπόριο χωρίς σκοπό το κέρδος; Αν ακούγεται σαν σχήμα οξύμωρο, ίσως είναι γιατί δεν το βλέπουμε πουθενά γύρω μας. Έχουμε εθιστεί τόσο στην ιδέα ότι στόχος της διακίνησης των αγαθών είναι ο πλουτισμός κάποιων, που μας φαίνεται περίεργο ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο.
Ορίζουμε το εναλλακτικό εμπόριο ως μια απόπειρα να αυτοοργανώσουμε την εξυπηρέτηση των αναγκών μας. Σήμερα η αγορά ρυθμίζει το σύνολο σχεδόν των όρων και των σχέσεων που διέπουν την παραγωγή, τη διακίνηση και τη χρήση των προϊόντων: από το πόσο θα πληρωθεί ο παραγωγός για το προϊόν της εργασίας του, τι θα παράξει και πώς μέχρι την ποιότητα, την τιμή, ακόμη και το είδος των εμπορευμάτων που θα καταναλώσουμε. Θέλουμε να δείξουμε έμπρακτα ότι αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος, ότι μπορούμε να επανασυνδέσουμε την παραγωγή, τη διακίνηση και τη χρήση των προϊόντων σε ένα ενιαίο σύνολο σχέσεων, μεταξύ συγκεκριμένων και όχι απρόσωπων ανθρώπων. Στη θέση του κέρδους ως μοναδική επιδίωξη θέλουμε να βάλουμε την ικανοποίηση ενός πλήθους αναγκών: την αυτονομία και την αξιοπρεπή διαβίωση του παραγωγού, τη βιωσιμότητα του δικτύου διακίνησης, την ποιότητα και την προσιτή τιμή για το χρήστη. Και θέλουμε αυτές οι επιμέρους επιδιώξεις να ρυθμίζονται βάσει σχέσεων εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων και όχι από το «αόρατο χέρι» της αγοράς.
Η μικρή μας εμπειρία έδωσε σοβαρές ενδείξεις ότι τα παραεπάνω είναι πιο εφικτά απ’ όσο ακούγονται. Οι περισσότερες από εμάς αγαπούν τον καφέ, και από τα πρώτα βήματα ακόμη μιας προσπάθειας μπορέσαμε να τον έχουμε σε εξαιρετική ποιότητα, χωρίς χημικά και λιπάσματα και σε χαμηλότερη τιμή από τον αντίστοιχο του σούπερ μάρκετ, χτίζοντας παράλληλα τις οικονομικές βάσεις ώστε το εγχείρημα να είναι βιώσιμο. Μας τον προμήθευσαν συγκεκριμένοι άνθρωποι και όχι το ράφι ενός σούπερ μάρκετ, τους οποίους επιλέξαμε γιατί θέλουμε να χτίσουμε μαζί τους σχέσεις αλληλεγγύης. Και πέρα από αυτά, «κερδίσαμε» τους νέους ανθρώπους που γνωρίσαμε και γνωρίστηκαν μεταξύ τους, είχαμε τη χαρά να συμμετέχουμε όλοι και όλες μαζί σε μια αναπάντεχη διαδικασία.
…και πού πάμε
Πρόσφατα εγκρίθηκε το καταστατικό της νομικής μορφής που μετά από πολύ προβληματισμό επιλέξαμε: Είμαστε πλέον ένας Προμηθευτικός Συνεταιρισμός, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αρχίσαμε, παράλληλα, να λειτουργούμε και έναν χώρο ως κέντρο διακίνησης, αλλά και κοινωνικής επαφής.
Δεν πετάμε στα σύννεφα ούτε τρέφουμε αυταπάτες. Γνωρίζουμε πολύ καλά πόσες δυσκολίες έχει το εγχείρημα που ξεκινήσαμε, πόσες αντιφάσεις και εμπόδια θα συναντήσει, ότι ίσως χρειαστεί να κάνουμε επιλογές που δεν θα είναι απόλυτα συμβατές με αυτό που επιδιώκουμε, ότι θα κάνουμε λάθη. Αλλά δεν είμαστε μόνοι και τίποτε δεν είναι «ουτοπικό»: οι παραγωγοί των προϊόντων που διακινούμε είναι η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό. Αν δεν βάλουμε τις ιδέες μας στην σκληρή δοκιμασία της πράξης, αν δεν τις γειώσουμε στις εδώ και τώρα συνθήκες θα παραμείνουν ωραία αλλά άπιαστα όνειρα.
Επιχειρούμε ένα πείραμα, και το ονομάζουμε «Ο Σπόρος», με την ελπίδα να βγάλει ρίζες, να μεγαλώσει και αργότερα, γιατί όχι, να φυτρώσει και αλλού.
πηγή:σπορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου