Κομματοκρατία, η βάση της ολιγαρχίας
Η ουσιαστική ρητή εξουσία στα κοινοβουλευτικά ή αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα[i] ασκείται από το πλειοψηφήσαν στις εθνικές εκλογές κόμμα, από τους βουλευτές, τα στελέχη του. Αυτοί λαμβάνουν τις αποφάσεις, καταρτίζουν και ψηφίζουν τους νόμους, ενώ οι υπόλοιποι, τα πλήθη, δεν συμμετέχουν σε καμιά εξουσία, σε καμιά απόφαση ή διαμόρφωση νόμου, αλλά απλώς υπακούουν και εκτελούν.
Οι στυλοβάτες αυτών των πολιτευμάτων είναι τα κόμματα, τα οποία λειτουργούν με σκοπιμότητες συμφερόντων και με κεντρικό στόχο την κατάκτηση της εξουσίας και τη διατήρηση της, την αυτοσυντήρηση και αυτοτροφοδότησή τους από το δημόσιο ταμείο, από τα χρήματα και τους κόπους των ανθρώπων. Οι επαγγελίες, οι ιδεολογίες και τα προγράμματα των κομμάτων χρησιμοποιούνται ως μέσο εξαπάτησης και διαβουκόλησης των ψηφοφόρων, με μοναδικό σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας, για την κάρπωση των προνομίων που αυτή προσφέρει. Προς τον σκοπό αυτό απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα, καθ' όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Κυρίως όμως με τη χρήση της επιχειρηματικής λογικής του marketing της καταιγιστικής διαφήμισης, της συνεχούς παρουσίας τους στο προσκήνιο, με τη φλύαρη κενολογία και υποσχεσεολογία. Τα επιτελεία των κομμάτων αναζητούν το σύνθημα που θα εντυπωσιάσει και θα αποβλακώσει, το slogan που θα αποκοιμίσει και θα εκβιάσει αποτελεσματικότερα τη συναίνεση και τη συγκατάθεση των ανθρώπων.
Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής- πολιτικής προπαγάνδας και της πλύσης εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η προεκλογική διαδικασία δανείσθηκε όρους από τη στρατιωτική και πολεμική ορολογία. Πρόκειται κυριολεκτικώς περί εκστρατείας, όχι προεκλογικής αλλά «πολεμικής», για να νικηθεί ο εχθρός. Μόνο που ο εχθρός δεν είναι τόσο το αντίπαλο κόμμα, ο αντίπαλος υποψήφιος ή συνυποψήφιος, όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να καμφθούν, να λεηλατηθούν από τις κομματικές στρατιές, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να συρθούν στα εκλογικά κέντρα και να παραδοθούν στην εξουσία των «αντιπροσώπων» και των κομμάτων.
Στην προοπτική αυτή το κομματικό «πρόγραμμα», που εν τέλει ανάγεται σε μερικά λαϊκίστικα συνθήματα, παρουσιάζεται ως καταναλωτικό προϊόν ακολουθώντας τους κανόνες της αγοράς και του θεάματος, όπως ακριβώς τα άλλα καταναλωτικά εμπορεύματα: το αυτοκίνητο, το άρωμα, το απορρυπαντικό. Αυτό φαίνεται πανηγυρικώς στις τεράστιες κομματικές συγκεντρώσεις-show με τα λάβαρα και τις σημαίες, τα πανώ και τα πλακάτ, τα μπαλόνια και τα τραγούδια, τα κενά και λαϊκίστικα συνθήματα, τα φέιγ βολάν και τις αφίσες όλων των διαστάσεων και χρωμάτων, τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες των υποψηφίων και του αρχηγού - η «κοινωνία του θεάματος» που είχε προβλέψει ο Guy Debord το 1967 στην πιο ακραία και ευτελή μορφή της. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις δεν απευθύνονται βεβαίως στην κριτική ικανότητα, την ήρεμη σκέψη και τη συνετή λογική, στην υπεύθυνη εκλογή και νηφάλια προτίμηση των ανθρώπων, αλλά στις ορμές και στα κατώτερα συναισθήματα τους με σκοπό να εκβιάσουν τη βούληση τους. Η εκλογική παράσταση-show δεν αναδεικνύει τα ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα αλλά αντιθέτως τα συγκαλύπτει. Ως εκ τούτου δεν έχει καμία σχέση με την ουσιαστική πολιτική διαμάχη που αφορά τα θεμελιώδη πραγματικά προβλήματα. Η διαφήμιση απαιτεί τη διάθεση τεραστίων χρηματικών ποσών για έκαστο κόμμα και υποψήφιο, τα οποία δεν εξασφαλίζονται βεβαίως από τις πενιχρές συνδρομές των μελών και οπαδών, αλλά από τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, εταιρείες, επιχειρήσεις, βιομηχανίες και κατόχους κεφαλαίου, των οποίων τα συμφέροντα αναγκαστικώς εκπροσωπούν τα κόμματα. Αυτές οι αμοιβαίες παραχωρήσεις έχουν ως αποτέλεσμα τη γνωστή διαπλοκή, τα διαπλεκόμενα συμφέροντα πολιτικών και επιχειρηματιών, την εξαγορά και διαφθορά των ανθρώπων της εξουσίας και του κρατικού μηχανισμού. Είναι γνωστές οι περιπτώσεις των πολιτικών που εμπλέκονται σε οικονομικά σκάνδαλα, όχι μόνο στη μακρινή Ασία αλλά και στην καθ' ημάς Δύση. Οι κυβερνήσεις του Χ. Κολ στη Γερμανία, του Μ. Κράξι και Τ. Αντρεότι στην Ιταλία, του Φ. Γκονζάλες στην Ισπανία, του Φ. Μιττεράν και του Ζ. Σιράκ στη Γαλλία, του Α. Παπανδρέου, του Κ. Σημίτη και του Κ. Καραμανλή στην Ελλάδα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αδιαφανούς συνδιαλλαγής και χρηματοδότησης πολιτικών και κομμάτων από τους οικονομικούς κυρίαρχους.
Οι τεράστιες οικονομικές απαιτήσεις για την αναγκαία εκλογική καμπάνια και διαφήμιση καθιστούν το «δικαίωμα» του εκλέγεσθαι δυνατό μόνο για τους ελάχιστους οικονομικώς προνομιούχους και πρακτικώς αδύνατο για τα μέσα και κατώτερα στρώματα. Το λεγόμενο «αναφαίρετο» δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχει αφαιρεθεί de facto προ πολλού από τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων και έχει καταντήσει προνόμιο των ολίγων. Η Χίλαρι Κλίντον για να εκλεγεί γερουσιαστής το 2006 διέθεσε 30 εκατομμύρια δολάρια, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα το 2008 ως υποψήφιος πρόεδρος, το αστρονομικό ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Αντίστοιχα ποσά χρειάζονται και στους άλλους υποψηφίους, και βέβαια πολλαπλάσια προκειμένου για τα κόμματα, σε όλες τις χώρες των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων. Έτσι τα κόμματα παρουσιάζονται ως «επιχειρήσεις» συμφερόντων, που εμπορεύονται εξουσία και προσφέρουν οφέλη μέσω της διανομής τεραστίων ποσών του δημοσίου, της προνομιακής ανάθεσης έργων και της σύναψης κερδοφόρων συμβάσεων.
Από την άλλη πλευρά, εκτός των παραδοσιακών στρωμάτων που η πρόσβαση τους στο εκλέγεσθαι ήταν λόγω του επαγγέλματος τους ανέκαθεν προνομιούχα (δικηγόροι, οικονομολόγοι, γιατροί, μηχανικοί), νέα πρόσωπα εισβάλλουν στον πολιτικό χώρο και διεκδικούν ευκολότερα την είσοδο τους στην εξουσία, εξ αιτίας της προβολής τους από τα mass media (ηθοποιοί, αθλητές, προπονητές, τηλεπαρουσιαστές, τραγουδιστές, δημοσιογράφοι).[ii] Πράγματι, από τη στιγμή που το εκλέγεσθαι είναι συνάρτηση της δημοσιότητας και της διαφήμισης, τα πρόσωπα αυτά έχουν εξ αντικειμένου εξασφαλισμένη τη δημόσια προβολή τους κυρίως λόγω της τηλεοράσεως, η οποία επιβάλλει είδωλα, πρόσωπα και αξίες άνευ αντιστάσεως και σκέψεως. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν ποτέ δεν έχουν «αντιπροσωπευθεί» στα κοινοβούλια τα μεσαία και κατώτερα στρώματα (εργάτες, αγρότες, αλιείς, κτηνοτρόφοι, οικοδόμοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, καθηγητές Μέσης Εκπαιδεύσεως, δάσκαλοι, καταστηματάρχες, επαγγελματίες, σερβιτόροι, νυκτοφύλακες, τεχνίτες, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, νοσοκόμες, άνεργοι, υπάλληλοι καθαριότητας, νοικοκυρές, οικιακές βοηθοί, φοιτητές κ.λπ.).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο βουλευτής και ο οποιοσδήποτε αντιπρόσωπος δεν δεσμεύεται με κανένα συμβόλαιο με τον υποτιθέμενο εκπροσωπούμενο, αλλά λαμβάνει εν λευκώ εξουσιοδότηση σε ένα γενικό πρόγραμμα, του οποίου τα περισσότερα σημεία ουδέποτε εφαρμόζονται ή υλοποιούνται. Επί πλέον, ο βουλευτής από τη στιγμή που εκλέγεται αλλάζει στρατόπεδο, μετακομίζει στην κεντρική σκηνή της εξουσίας, με τα ποικίλα προνόμια: παχυλός μισθός, ατέλειες, διευκολύνσεις, δημοσιότητα, γραμματείς, βοηθοί, γνωριμίες και σχέσεις με ανώτατα στελέχη της κρατικής, οικονομικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής νομενκλατούρας κ.λπ. Τίθεται δηλαδή στο αντίπαλο στρατόπεδο των προνομιούχων, «εξαγοράζεται» κατά κάποιον τρόπο, εντασσόμενος στο σύστημα, φροντίζοντας έκτοτε να εξασφαλίσει τη θέση του στις επόμενες εκλογές, η οποία σημειωτέον δεν έχει χρονικό περιορισμό. Πρόκειται για ένα φαινόμενο μετάλλαξης των εκλεγμένων αντιπροσώπων όλων των κομμάτων σε «πολιτική τάξη», την ουσιαστική απομάκρυνση τους από τα συμφέροντα αυτών που τους εξέλεξαν ως «αντιπροσώπους» τους, τη λειτουργία τους ως χωριστό και αυτοαναφορικό σώμα.
Ο σφετερισμός της εξουσίας από τα κόμματα και τους ολίγους στηρίζεται στην «οικειοθελή» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της παραχώρησης αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές. Επιτυγχάνεται κυρίως με την ιδεολογική χειραγώγηση που τα κόμματα κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματα τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας, και ταυτοχρόνως ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν, είναι ανίκανοι να αυτοκυβερνηθούν και ικανοί μόνο να εκλέγουν και να υπακούουν.
Έτσι, η κυριαρχία των κομμάτων και των αντιπροσώπων είναι αποτέλεσμα της παράλληλης λειτουργίας δύο διαδικασιών. Οι παραστάσεις-εικόνες που έχουν οι δύο πλευρές -κόμματα και ψηφοφόροι- είναι διαφορετικές αλλά και συμπληρωματικές: από τη μια δεν υπάρχει κόμμα που να μην έχει εικόνα αφ' ενός μεν του εαυτού του ότι μπορεί και πρέπει να ασκήσει εξουσία και αφ' ετέρου των ψηφοφόρων ότι μπορούν και πρέπει να αποποιηθούν την εξουσία τους δια της συμμετοχής τους στις εκλογές. Αντιστρόφως, δεν υπάρχουν ψηφοφόροι που να μην έχουν εικόνα-παράσταση αφ' ενός του εαυτού τους ως ψηφοφόρων και παραιτημένων από την εξουσία και αφ' ετέρου των κομμάτων ως φορέων της εξουσίας και ως «αντιπροσώπων» τους. Χωρίς αυτές τις δύο παραστάσεις-εικόνες και την συμπληρωματικότητά τους δεν δύναται να υπάρξει αντιπροσωπευτικό πολίτευμα και κυριαρχία των κομμάτων.
Αυτός ο κοινωνικός και πολιτικός διαχωρισμός προπαγανδίζεται συνεχώς από όλους τους ιδεολογικούς και πολιτισμικούς φορείς του συστήματος. Έτσι τα κυρίαρχα στρώματα έχουν επιβάλει την ιδεολογία τους, εξασφαλίζοντας όχι μόνο τη νομιμοποίηση της πολιτικής κυριαρχίας τους, αλλά παρουσιάζοντας επί πλέον αυτή την κυριαρχία ως φυσική και αναπόφευκτη, ως τον μοναδικό δρόμο. Η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία και ταυτοχρόνως η αποδοχή και η παθητικότητα των ανθρώπων καθιστούν εφικτό τον «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας», κατά την έκφραση του Ρ. Μίχελς[iii]. Ο Αριστοτέλης είχε διαγνώσει ήδη από τον 4° αιώνα π.Χ. ότι ένας από τους λόγους που επιβάλλεται η ολιγαρχία είναι ο συνδυασμός της ύπαρξης μιας ισχυρής ολιγάριθμης τάξεως που επιθυμεί την εξουσία προς όφελος της με την απροθυμία και αδυναμία των πολλών να συμμετάσχουν στην εξουσία.[iv]
Την κατάσταση αυτή είχε διαγνώσει από τις αρχές του 20ου αιώνα, εκτός του R. Michels και ο M. Ostrogorski[v], ο οποίος υπογράμμισε την ολιγαρχική τάση των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων, που εκδηλώνεται μέσω των κομμάτων και της αντιπροσώπευσης. Αναλύοντας τη λειτουργία των κομμάτων στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, διαπιστώνει την χειραγώγηση που αυτά ασκούν στους ανθρώπους, την προσφυγή τους στη διαφθορά, τη διαρκή επέκταση της επιρροής και της δύναμης τους, τον συνακόλουθο σφετερισμό της εξουσίας, τη συρρίκνωση των πρωτοβουλιών και των εξουσιών των ανθρώπων, την απίσχνανση του πολιτικού διαλόγου και του επιχειρήματος. Εν ολίγοις, ο Ostrogorski αναδεικνύει τη βασική αλήθεια ότι τα κόμματα αποβλέπουν στην ολιγαρχική οργάνωση της κοινωνίας, ότι είναι ξένα προς το δημοκρατικό πολίτευμα και εχθρικά προς την πολιτική συμμετοχή και την ισότητα.
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ύπαρξη, η οργάνωση και η λειτουργία των κομμάτων αντανακλά και αναπαράγει την ολιγαρχική οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας: η αρχηγική, πυραμιδωτή και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης πολιτικής λειτουργίας και του πολιτικού καταμερισμού που υπάρχει εντός της κοινωνίας.(Βλέπε Σχεδιάγραμμα Δομής Κόμματος) Ο αρχηγός, το πολιτικό συμβούλιο, η κεντρική επιτροπή του κόμματος, αποφασίζουν και διοικούν ενώ η βάση, τα μέλη και οι οπαδοί εκτελούν και υπακούουν στις εντολές και ντιρεκτίβες της ηγεσίας. Τη διαμόρφωση της ολιγαρχικής δομής των κομμάτων μελέτησε στις αρχές του 20ου αιώνα ο R. Michels - πώς δηλαδή μέσα στα κόμματα οι ουσιαστικές εξουσίες συγκεντρώνονται στα χέρια μικρών ηγετικών μειοψηφιών που ουσιαστικώς γίνονται ανεξέλεγκτες από τα μέλη και τους οπαδούς. Τα μεσαία στελέχη από την πλευρά τους, προσπαθούν να αναρριχηθούν στην κορυφή φροντίζοντας να εξουδετερώνουν τα κατώτερα και τα μέλη. Το κόμμα γίνεται έτσι απλώς ένας μηχανισμός για τη διατήρηση των προνομίων των ολίγων, γεννά την κυριαρχία των εκλεγέντων επί των εκλογέων, της ηγεσίας επί των μελών. Όποιος μιλά για κόμμα, τονίζει ο Μίχελς, μιλά για ολιγαρχία. Η ολιγαρχική δομή των κομμάτων συνάδει με την ολιγαρχική δομή της κοινωνίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται περί αυταρχικής νοοτροπίας και αντιλήψεως: οι ολίγοι, οι «ειδικοί», οι «εκλεκτοί» λαμβάνουν τις αποφάσεις και κυβερνούν ενώ οι πολλοί ψηφίζουν τους ολίγους που κυβερνούν.
Αυτή η ολιγαρχική αντίληψη δεν χαρακτηρίζει αποκλειστικώς τις νεώτερες κοινωνίες αλλά έχει τις απαρχές της στα αρχαία ολιγαρχικά πολιτεύματα (Σπάρτη, Κρήτη, Κόρινθο), όπως και στους πρώτους θεωρητικούς διδάξαντες Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Η σημερινή εκδοχή είναι πιο εκλεπτυσμένη από ιδεολογική και πολιτική άποψη, και στηρίζεται στην όσο το δυνατόν ευρύτερη συναίνεση των κοινωνικών ομάδων. Μία διαφορά της από τις αρχαίες ολιγαρχίες είναι ότι ενώ σε εκείνες την εξουσία ασκούσαν απ' ευθείας οι πλούσιοι, οι ανώτερες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις, στη σημερινή την εξουσία ασκούν εμμέσως οι ίδιες τάξεις δια των αντιπροσώπων τους, των κομμάτων.
Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου: ελέγχουν ασφυκτικά όχι μόνο το σύνολο της ρητής εξουσίας, αλλά και ένα πλήθος κοινωνικών δραστηριοτήτων, από τις πιο σημαντικές ως τις πιο μικρές, από τα εξωτερικά θέματα και την οικονομία έως τον διορισμό του τελευταίου κατωτέρου υπαλλήλου. Ελέγχουν επίσης τα συνδικάτα, σε σημείο που οποιαδήποτε κίνηση έξω από τα κομματικοποιημένα όργανα να είναι δύσκολη αν όχι αδύνατη. Οι συνδικαλιστές είναι μέλη και στελέχη των κομμάτων, εξυπηρετούν τις εκάστοτε επιδιώξεις και σκοπιμότητες τους, με αντάλλαγμα κομματικά οφίτσια, ανώτατα και ανώτερα κρατικά αξιώματα, βουλευτικές και υπουργικές θέσεις. Οι κομματικοί μηχανισμοί ελέγχουν επίσης τους εκλεγόμενους στην τοπική αυτοδιοίκηση, αφού αυτοί είναι μέλη και στελέχη των κομμάτων ή συνεργαζόμενοι με τα κόμματα κατόπιν αναγκαίων παραχωρήσεων και ανταλλαγών. Είναι εμφανές ότι όλες αυτές οι ηγεσίες δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εργαζομένων ή των δημοτών, αλλά τα συμφέροντα των κομμάτων τους και τα δικά τους, την προσωπική και κομματική τους καταξίωση και επιβράβευση. Επίσης, ειδικώς εν Ελλάδι, τα κόμματα ελέγχουν και την εκλογή των πρυτανικών αρχών στα Πανεπιστήμια, εξ αιτίας και του μεγάλου ποσοστού συμμετοχής των φοιτητικών-κομματικών παρατάξεων.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί μια βαθύτατα αντιδημοκρατική τακτική των κομμάτων: η τάση τους να διορίζουν τους δικούς τους, συγγενείς, φίλους και οπαδούς, εις βάρος των άλλων που, χωρίς να ανήκουν στα κόμματα εξουσίας, είναι εξίσου ικανοί αν όχι πιο ικανοί από τους φίλα προσκείμενους. Καταστρατηγούνται εμφανώς η αξιοκρατία, η αρχή της ισότητας και επιβάλλεται ο χωρισμός σε ανθρώπους α' και β' κατηγορίας, ενώ δεν εξυπηρετείται το γενικό συμφέρον αλλά το ιδιωτικό. Γι' αυτόν το λόγο άλλωστε ο κρατικός μηχανισμός και οι δημόσιες υπηρεσίες έχουν στελεχωθεί όχι με αξιοκρατικά κριτήρια που επιλέγουν τους ικανούς, αλλά με κομματικά και πελατειακά. Οι συνέπειες είναι η δυσλειτουργία, η γενικευμένη διαφθορά, η ανικανότητα και η δυσκινησία του κρατικού μηχανισμού και φυσικά η γνωστή και παροιμιώδης ταλαιπωρία των ανθρώπων. Σε αντίθεση με τις διακηρύξεις για «κοινωνία πολιτών», ζούμε, και ιδιαιτέρως εν Ελλάδι, στην κοινωνία των κολλητών. Στην κατάσταση αυτή συμμετέχουν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα.
Τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν άλλωστε ουσιαστικές διαφορές στα προγράμματα τους και στους στόχους τους, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ, τη Γερμανία ή την Ελλάδα. Ο E. Todd σημειώνει χαρακτηριστικά προκειμένου για τη Γαλλία: «Η Σεγκολέν Ρουαγιάλ και ο Νικολά Σαρκοζί συγκροτούν ένα δίδυμο. Δεν είναι παρά τα συμπτώματα μιας κατάστασης που είναι κενή από ιδέες και μιας εν δυνάμει ανόδου αρνητικών και αντιδημοκρατικών δυνάμεων»[vi]. Ο Ν. Τσόμσκι εξ άλλου τονίζει ότι τα δύο κόμματα στις ΗΠΑ δεν έχουν ουσιώδεις διαφορές αλλά αποτελούν κατά βάθος ένα μονοκομματικό σύστημα ενώ η κυρίαρχη παράταξη είναι το «κόμμα των επιχειρήσεων» (business party).[vii]
Με άλλα λόγια, ο κοινοβουλευτισμός είναι το πολίτευμα που ευνοεί (και ευνοείται από) τον καπιταλισμό και επιτρέπει την επικράτηση των ελίτ. Τα κόμματα έχουν λοιπόν αυτονομηθεί ως θεσμοί, δεν εκφράζουν τα συμφέροντα των ανθρώπων και της κοινωνίας, ούτε τη βούληση και τις επιλογές τους. Είναι θεμελιώδη για την οργάνωση της ολιγαρχίας, και όχι για τη διαλεκτική της δημοκρατίας, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους.[viii]
Σημειώσεις:
[i] Αν και οι όροι κοινοβουλευτισμός και αντιπροσωπευτικό πολίτευμα έχουν εννοιολογικές διαφορές, και κατά τον Ν. Βοββίο (1993) είναι σωστότερος ο δεύτερος, εν τούτοις εδώ χρησιμοποιούνται και οι δυο ως ισοδύναμοι.
[ii] Στις βουλευτικές εκλογές του 2004 η επαγγελματική κατανομή των βουλευτών ήταν η εξής: 25% δικηγόροι, 25% γιατροί, 13% μηχανικοί-αρχιτέκτονες, 11% οικονομολόγοι, 7% δημοσιογράφοι, 3% καθηγητές ΑΕΙ και 16% διάφοροι άλλοι (καλλιτέχνες, αθλητές, επιχειρηματίες, κ.λπ.). Πηγή: Τμήμα Βουλευτών και Κομμάτων της Βουλής, 9/4/2005.
[iii] R. Michels (1997), ιδίως Μέρος 6, κεφ. 1.
[iv] Αριστοτέλης Πολιτικά 5, 1316512. Την ίδια περίπου αντίληψη διατυπώνει και ο G. Mosca (1996), 14.
[v] Ostrogorski (1993). Την ανυπαρξία δημοκρατίας διαπιστώνει και ο G. Mosca (1996) αλλά και στα άλλα έργα του τα σχετικά με την πολιτική τάξη και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Βλ. Σιμόπουλος (1992), 359 κ.ε
[vi] E. Todd (2008)
[vii] Ν. Chomsky (2008), 13. Το ίδιο και ο C. Lasch (1999), 13 σημειώνει ότι τα «πραγματικά κέντρα εξουσίας στη σημερινή κοινωνία» είναι οι «γραφειοκρατίες των μεγάλων εταιρειών».
[viii] Λ.χ. ο Σπουρδαλάκης (1990), 155, 193 δηλώνει: «Όμως η εξαφάνιση των κομμάτων δεν είναι δυνατή ούτε φυσικά εφικτή» και επικαλείται την γνώμη του Ρ. Ingrao ότι τα μαζικά κόμματα είναι ακόμη θεμελιώδη για την «οργάνωση της διαλεκτικής της δημοκρατίας». Ο Ρ. Togliatti θεωρούσε τα κόμματα ως «τη δημοκρατία που οργανώνεται». Μεταξύ των πολλών υποστηρικτών της εξουσίας των κομμάτων συγκαταλέγεται ο Η. Κelsen (1988), 30, "parteienstaat").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου