Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
«Η «πόλις» έχει αρχίσει να κόβεται στα δύο. Μας μιλούν πλέον σαν να είμαστε δούλοι -θέλουν «συμβάσεις μιας ημέρας», «απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις», θέλουν τις κόρες μας στο χαρέμι τους, τους γιους μας στη δούλεψή τους, γιουσουφάκια.
( Από άρθρο του Στάθη στην Ελευθεροτυπία 9.2.11)Σύμφωνα με τα πρόσφατα επίσημα στοιχεία του ΟΑΕΔ, οι άνεργοι πλησίασαν τις εφτακόσιες χιλιάδες. Μέχρι το τέλος του χρόνου θα ξεπεράσουν το ένα εκατομμύριο και δεν μιλάμε φυσικά για τα ανεπίσημα στοιχεία, ούτε για τους ωρομίσθιους και εποχιακούς εργάτες. Ακόμη και στη Γερμανία, την ατμομηχανή της Ευρώπης, με τα ρεκόρ σε εξαγωγές και ρυθμούς ανάπτυξης τα πράγματα δεν είναι τόσο ενθαρρυντικά για τους νέους. Σύμφωνα με έρευνα το 54% των νέων κάτω των 25 εργάζεται ήδη με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ στους κάτω των 35, ο δανεισμός εργαζομένων είναι ο πιο συνήθης τρόπος απασχόλησης. Οι δανεισμένοι εργαζόμενοι στη Γερμανία ξεπέρασαν τις 900 000 και σύμφωνα με το έγκριτο περιοδικό «Der Spiegel» «οι μισθοί τους δεν ξεπερνούν το 50% εκείνων των μισθωτών που εργάζονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου στην ίδια θέση εργασίας. Ηδη, δεκάδες χιλιάδες δανεισμένοι-εργαζόμενοι στη Γερμανία, δεν... τα βγάζουν πέρα και καταφεύγουν σε επιδόματα της κοινωνικής πρόνοιας.
Για όλους εμάς που σπουδάσαμε οικονομικά πριν τη δεκαετία του 80 και μεγαλώσαμε με συνθήματα διασήμων οικονομολόγων(Σάμουελσον, Γκαλμπραίηθ, κ.α.), που μιλούσαν για «την επερχόμενη κοινωνία της αφθονίας και της ευμάρειας», «για τον λαϊκό καπιταλισμό όπου θα δουλεύουμε μόνο μερικές ημέρες και ώρες της εβδομάδας αφού μέσα σε δυο δεκαετίες η παραγωγικότητα θα εκτοξευθεί στα ύψη», αυτά που βιώνουμε είναι απίστευτα. Διαπιστώνουμε με έκπληξη πως «Σκοπός της οικονομίας δεν είναι πλέον η ευημερία της κοινωνίας στο σύνολό της», όπως εσφαλμένα πιστεύαμε, «αλλά η ευημερία των λίγων σε βάρος των πολλών».
Το γελοίο είναι, πως δεν ισχύει πλέον ούτε αυτή η αρχή του ιδρυτή της κυρίαρχης σήμερα ιδεολογίας του φιλελεύθερου μονεταριστή Μίλτον Φρίντμαν, που έλεγε πως «η κοινωνική ευθύνη της οικονομίας είναι μία: η αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων». Αυτή η συγκεκριμένη κρίση ξεκίνησε σαν κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το χρηματοπιστωτικό σύστημα αυτοκαταστράφηκε-αυτοκτόνησε, όχι γιατί παραβίασε τον κατ’ εξοχήν καπιταλιστικό νόμο για περισσότερα κέρδη αλλά γιατί τον τήρησε με απόλυτη ευλάβεια, κάνοντας πράξη την αρχή του φιλελευθερισμού. Η απληστία των τραπεζών για ολοένα και περισσότερα κέρδη ήταν εκείνη που οδήγησε στην κρίση. «Οι τράπεζες αλληλοπνίχτηκαν μόνες τους, μέσα σε μια θάλασσα χρήματος». Σήμερα φτάσαμε στο σημείο, να απαιτούν οι τράπεζες κοινωνικοποίηση των ζημιών τους και απόλυτη ιδιωτικοποίηση των κερδών τους. Από τη μια, συνταξιούχοι μέχρι και καθαρίστριες των τραπεζών να χρηματοδοτούν τις τράπεζες και εκείνες να μοιράζουν πλουσιοπάροχα μερίσματα στους μετόχους τους και μπόνους στα στελέχη τους.
Το περίεργο είναι, πως σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, «εν μέσω κρίσης, το 2009, οι δισεκατομμυριούχου ξεπέρασαν τους χίλιους και τα κέρδη τους ξεπέρασαν όλα τα ρεκόρ προηγούμενων ετών». Ηδη σήμερα το 5% των ανθρώπων κατέχει το 76% του παγκόσμιου πλούτου, ή οι 200 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο κατέχουν περισσότερο πλούτο από το μισό πληθυσμό της γης και η αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια λίγων θα συνεχισθεί αμείωτη, αυξάνοντας τον εφιάλτη της φτώχειας στους πολλούς. Δε φτάνει που οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και οι μικρομεσαίοι καλούνται να πληρώσουν την κρίση που δημιούργησαν οι τράπεζες, αλλά τώρα ζητούν και τα ρέστα. Αφού, κάτω απ’ το φόβο του κομμουνιστικού κινδύνου, έδωσαν για μερικές δεκαετίες κάποια δικαιώματα και μέρος του πλούτου στους πραγματικούς δημιουργούς του, τους εργαζόμενους, τώρα, όχι μόνο τα παίρνουν όλα πίσω, αλλά θέλουν να μας στείλουν στην προ-δουλείας εποχή της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Αφού συσσώρευσαν τεράστιο πλούτο σε χρήμα, που το στέρησαν από την αγορά, θέτουν σαν όρο επενδύσεων στην πραγματική οικονομία τις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση του εργατικού κόστους.
Η πολυδιαφημιζόμενη ανταγωνιστικότητα είναι το άλλοθι για κινεζοποίηση των μισθών των εργαζομένων. Η καθιέρωση ευέλικτων μορφών εργασίας και η προσπάθεια κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι αίτημα μόνο του «κακού» ΔΝΤ, όπως νομίζουν πολλοί. Ηδη στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας τον Μάρτιο του 2000, οι «αριστεροί» πρωθυπουργοί της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας, Τ. Μπλέρ και Μ. Ντ΄Αλέμα, πρότειναν μία σειρά μέτρων στηριζόμενοι σε μία έκθεση των επιστημόνων, των Τ. Μποέρι, Ρ.Λεγιάρντ και Σ. Νίκελ. Στην έκθεση αυτή με τίτλο:Welfare to work and the Fight against long-term Unemployment, ανάμεσα σε άλλα πρωτοποριακά-καινοτομικά μέτρα, προτάθηκε και η λεγόμενη αποκέντρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Δηλαδή η κατάργηση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων, που μοιραία θα οδηγήσει στις περιφερειακές συλλογικές συμβάσεις σε εθελοντική βάση, οι οποίες στο τέλος θα καταργηθούν.
Τελικώς, αποδείχτηκε σήμερα, ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, μείωσαν μεν το μισθολογικό κόστος, αλλά όχι και την ανεργία κι αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι σχεδιαστές τους. Το ψέμα έγινε η μόνη αξιόπιστη πράξη τους. Σύμφωνα με τον γερμανό καθηγητή του U. Beck «πολλοί επιχειρηματίες έχουν ανακαλύψει τη συνταγή του πλούτου. Η μαγική συνταγή είναι μία: Καπιταλισμός χωρίς εργασία». Η ανεργία είναι το όπλο των σύγχρονων νοσταλγών της δουλείας. Ακόμα και το σύνθημα των ευρωπαϊκών συνδικάτων(τα οποία καμώνονται πως είναι κατά του δανεισμού εργαζομένων), πως «ο δανεισμός εργατών ισοδυναμεί με τη δουλεία», είναι παραπλανητικό. Ο δανεισμός εργατών θα αποδειχτεί χειρότερος και από τη δουλεία. Ο αλληλοδανεισμός είναι μια πανάρχαια συνήθεια κοινωνικής αλληλεγγύης. Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι οι άνθρωποι δανειζόταν αντικείμενα ή χρήματα και σε κάποιες κοινωνίες όπως τη δουλοκτητική ακόμη και σκλάβους, όχι όμως ανθρώπους γιατί οι σκλάβοι δεν εθεωρούντο άνθρωποι.
Το 1840 οι εργαζόμενοι του Τσάρλσταουν, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, δήλωναν: «είμαστε νοικιασμένοι άνθρωποι και οι νοικιασμένοι άνθρωποι, όπως τα νοικιασμένα άλογα, δεν έχουν ψυχή. Όταν αρρωσταίνουμε και πεθαίνουμε, η απώλεια είναι δική μας και όχι των εργοδοτών. Υπάρχουν πολλοί έτοιμοι να πάρουν τη θέση μας». Στη δουλοκτητική κοινωνία ο θάνατος του σκλάβου ήταν απώλεια και για το αφεντικό, αφού ο εργάτης-σκλάβος ήταν ιδιοκτησία του, άρα το αφεντικό είχε κάθε λόγο να επιθυμεί να παραμένει υγιής και εν ζωή ο σκλάβος του. Εκτός λίγων εξαιρέσεων, τον φρόντιζε και νοιαζόταν γι’ αυτόν. Για τον δανεισμένο εργάτη, που έχει καταστεί όχι απλώς ανίκανος και άρρωστος αλλά λιγότερο παραγωγικός από τους νεότερους που περιμένουν ουρά έξω από την πόρτα του εργοστασίου, το «αφεντικό» δε δίνει δεκάρα. Απώτερη επιθυμία τους είναι να μας φέρουν σε σημείο να αρχίσουμε να νοσταλγούμε τη σιγουριά και τη «θαλπωρή» του αφεντικού που είχε ο δούλος. Εντωμεταξύ, με τη βοήθεια της προπαγάνδας των ΜΜΕ που ελέγχουν, προσπαθούν να περάσουν στους εργαζόμενους την ψυχολογία της αγέλης, που μπροστά στον κίνδυνο αντιδρά με βάση τον κανόνα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μέχρι στιγμής τα καταφέρνουν ακόμα και στους υποτιθέμενα μορφωμένους ανθρώπους της λεγόμενης πνευματικής εργασίας. Όπως γράφει ο U. Beck: «ακόμα και οι φοιτητές μου πιστεύουν ότι εκείνοι θα αποτελέσουν μια εξαίρεση του κανόνα και θα ξεχωρίσουν από τις μάζες των υπολοίπων. Πιστεύουν, πως εκείνοι, κόντρα στο ρεύμα, θα τα καταφέρουν» και αυτή είναι η πλάνη της ψευδαίσθησης. Τα εκατομμύρια πάλι των νέων που δεν έχουν κάποιο πτυχίο πανεπιστημίου, αρνούνται τους συλλογικούς αγώνες, πιστεύοντας πως θα τα καταφέρουν να γίνουν σταρ του θεάματος ή των σπορ. Όταν συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα και συμφιλιωθούν μαζί της, είναι συνήθως αργά για αγώνες.
«Το ζήτημα λοιπόν», όπως επισημαίνει η γαλλίδα δημοσιογράφος Vivian Forestier, «δεν είναι να αναστενάζουμε για κάτι που δεν υπάρχει πια, να αρνούμαστε επίμονα το παρόν…. Το ζήτημα είναι να ζήσουμε γνωρίζοντας αυτό που μας συμβαίνει, να μη δεχόμαστε ασυζητητί τις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις που παρακάμπτουν τα προβλήματα, που τα αναφέρουν μόνο σαν απειλές. Και αυτές υποτίθεται ότι επιβάλλουν τη λήψη απάνθρωπων μέτρων, που θα χρειαστεί να γίνουν χειρότερα, αν δεχτούμε να τα υποστούμε δουλικά». Το δίλημμα λοιπόν δεν είναι η επιλογή ανάμεσα στη συμφορά και στην καταστροφή, ούτε ανάμεσα στη δουλειά και στη δουλεία αλλά αν είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε το υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα που συνθλίβει τους πολλούς για να ζήσουν πλουσιοπάροχα εκείνοι που δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους.
«Η «πόλις» έχει αρχίσει να κόβεται στα δύο. Μας μιλούν πλέον σαν να είμαστε δούλοι -θέλουν «συμβάσεις μιας ημέρας», «απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις», θέλουν τις κόρες μας στο χαρέμι τους, τους γιους μας στη δούλεψή τους, γιουσουφάκια.
( Από άρθρο του Στάθη στην Ελευθεροτυπία 9.2.11)Σύμφωνα με τα πρόσφατα επίσημα στοιχεία του ΟΑΕΔ, οι άνεργοι πλησίασαν τις εφτακόσιες χιλιάδες. Μέχρι το τέλος του χρόνου θα ξεπεράσουν το ένα εκατομμύριο και δεν μιλάμε φυσικά για τα ανεπίσημα στοιχεία, ούτε για τους ωρομίσθιους και εποχιακούς εργάτες. Ακόμη και στη Γερμανία, την ατμομηχανή της Ευρώπης, με τα ρεκόρ σε εξαγωγές και ρυθμούς ανάπτυξης τα πράγματα δεν είναι τόσο ενθαρρυντικά για τους νέους. Σύμφωνα με έρευνα το 54% των νέων κάτω των 25 εργάζεται ήδη με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ στους κάτω των 35, ο δανεισμός εργαζομένων είναι ο πιο συνήθης τρόπος απασχόλησης. Οι δανεισμένοι εργαζόμενοι στη Γερμανία ξεπέρασαν τις 900 000 και σύμφωνα με το έγκριτο περιοδικό «Der Spiegel» «οι μισθοί τους δεν ξεπερνούν το 50% εκείνων των μισθωτών που εργάζονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου στην ίδια θέση εργασίας. Ηδη, δεκάδες χιλιάδες δανεισμένοι-εργαζόμενοι στη Γερμανία, δεν... τα βγάζουν πέρα και καταφεύγουν σε επιδόματα της κοινωνικής πρόνοιας.
Για όλους εμάς που σπουδάσαμε οικονομικά πριν τη δεκαετία του 80 και μεγαλώσαμε με συνθήματα διασήμων οικονομολόγων(Σάμουελσον, Γκαλμπραίηθ, κ.α.), που μιλούσαν για «την επερχόμενη κοινωνία της αφθονίας και της ευμάρειας», «για τον λαϊκό καπιταλισμό όπου θα δουλεύουμε μόνο μερικές ημέρες και ώρες της εβδομάδας αφού μέσα σε δυο δεκαετίες η παραγωγικότητα θα εκτοξευθεί στα ύψη», αυτά που βιώνουμε είναι απίστευτα. Διαπιστώνουμε με έκπληξη πως «Σκοπός της οικονομίας δεν είναι πλέον η ευημερία της κοινωνίας στο σύνολό της», όπως εσφαλμένα πιστεύαμε, «αλλά η ευημερία των λίγων σε βάρος των πολλών».
Το γελοίο είναι, πως δεν ισχύει πλέον ούτε αυτή η αρχή του ιδρυτή της κυρίαρχης σήμερα ιδεολογίας του φιλελεύθερου μονεταριστή Μίλτον Φρίντμαν, που έλεγε πως «η κοινωνική ευθύνη της οικονομίας είναι μία: η αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων». Αυτή η συγκεκριμένη κρίση ξεκίνησε σαν κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το χρηματοπιστωτικό σύστημα αυτοκαταστράφηκε-αυτοκτόνησε, όχι γιατί παραβίασε τον κατ’ εξοχήν καπιταλιστικό νόμο για περισσότερα κέρδη αλλά γιατί τον τήρησε με απόλυτη ευλάβεια, κάνοντας πράξη την αρχή του φιλελευθερισμού. Η απληστία των τραπεζών για ολοένα και περισσότερα κέρδη ήταν εκείνη που οδήγησε στην κρίση. «Οι τράπεζες αλληλοπνίχτηκαν μόνες τους, μέσα σε μια θάλασσα χρήματος». Σήμερα φτάσαμε στο σημείο, να απαιτούν οι τράπεζες κοινωνικοποίηση των ζημιών τους και απόλυτη ιδιωτικοποίηση των κερδών τους. Από τη μια, συνταξιούχοι μέχρι και καθαρίστριες των τραπεζών να χρηματοδοτούν τις τράπεζες και εκείνες να μοιράζουν πλουσιοπάροχα μερίσματα στους μετόχους τους και μπόνους στα στελέχη τους.
Το περίεργο είναι, πως σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, «εν μέσω κρίσης, το 2009, οι δισεκατομμυριούχου ξεπέρασαν τους χίλιους και τα κέρδη τους ξεπέρασαν όλα τα ρεκόρ προηγούμενων ετών». Ηδη σήμερα το 5% των ανθρώπων κατέχει το 76% του παγκόσμιου πλούτου, ή οι 200 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο κατέχουν περισσότερο πλούτο από το μισό πληθυσμό της γης και η αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια λίγων θα συνεχισθεί αμείωτη, αυξάνοντας τον εφιάλτη της φτώχειας στους πολλούς. Δε φτάνει που οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και οι μικρομεσαίοι καλούνται να πληρώσουν την κρίση που δημιούργησαν οι τράπεζες, αλλά τώρα ζητούν και τα ρέστα. Αφού, κάτω απ’ το φόβο του κομμουνιστικού κινδύνου, έδωσαν για μερικές δεκαετίες κάποια δικαιώματα και μέρος του πλούτου στους πραγματικούς δημιουργούς του, τους εργαζόμενους, τώρα, όχι μόνο τα παίρνουν όλα πίσω, αλλά θέλουν να μας στείλουν στην προ-δουλείας εποχή της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Αφού συσσώρευσαν τεράστιο πλούτο σε χρήμα, που το στέρησαν από την αγορά, θέτουν σαν όρο επενδύσεων στην πραγματική οικονομία τις ιδιωτικοποιήσεις και τη μείωση του εργατικού κόστους.
Η πολυδιαφημιζόμενη ανταγωνιστικότητα είναι το άλλοθι για κινεζοποίηση των μισθών των εργαζομένων. Η καθιέρωση ευέλικτων μορφών εργασίας και η προσπάθεια κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι αίτημα μόνο του «κακού» ΔΝΤ, όπως νομίζουν πολλοί. Ηδη στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας τον Μάρτιο του 2000, οι «αριστεροί» πρωθυπουργοί της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας, Τ. Μπλέρ και Μ. Ντ΄Αλέμα, πρότειναν μία σειρά μέτρων στηριζόμενοι σε μία έκθεση των επιστημόνων, των Τ. Μποέρι, Ρ.Λεγιάρντ και Σ. Νίκελ. Στην έκθεση αυτή με τίτλο:Welfare to work and the Fight against long-term Unemployment, ανάμεσα σε άλλα πρωτοποριακά-καινοτομικά μέτρα, προτάθηκε και η λεγόμενη αποκέντρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Δηλαδή η κατάργηση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων, που μοιραία θα οδηγήσει στις περιφερειακές συλλογικές συμβάσεις σε εθελοντική βάση, οι οποίες στο τέλος θα καταργηθούν.
Τελικώς, αποδείχτηκε σήμερα, ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, μείωσαν μεν το μισθολογικό κόστος, αλλά όχι και την ανεργία κι αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι σχεδιαστές τους. Το ψέμα έγινε η μόνη αξιόπιστη πράξη τους. Σύμφωνα με τον γερμανό καθηγητή του U. Beck «πολλοί επιχειρηματίες έχουν ανακαλύψει τη συνταγή του πλούτου. Η μαγική συνταγή είναι μία: Καπιταλισμός χωρίς εργασία». Η ανεργία είναι το όπλο των σύγχρονων νοσταλγών της δουλείας. Ακόμα και το σύνθημα των ευρωπαϊκών συνδικάτων(τα οποία καμώνονται πως είναι κατά του δανεισμού εργαζομένων), πως «ο δανεισμός εργατών ισοδυναμεί με τη δουλεία», είναι παραπλανητικό. Ο δανεισμός εργατών θα αποδειχτεί χειρότερος και από τη δουλεία. Ο αλληλοδανεισμός είναι μια πανάρχαια συνήθεια κοινωνικής αλληλεγγύης. Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι οι άνθρωποι δανειζόταν αντικείμενα ή χρήματα και σε κάποιες κοινωνίες όπως τη δουλοκτητική ακόμη και σκλάβους, όχι όμως ανθρώπους γιατί οι σκλάβοι δεν εθεωρούντο άνθρωποι.
Το 1840 οι εργαζόμενοι του Τσάρλσταουν, στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, δήλωναν: «είμαστε νοικιασμένοι άνθρωποι και οι νοικιασμένοι άνθρωποι, όπως τα νοικιασμένα άλογα, δεν έχουν ψυχή. Όταν αρρωσταίνουμε και πεθαίνουμε, η απώλεια είναι δική μας και όχι των εργοδοτών. Υπάρχουν πολλοί έτοιμοι να πάρουν τη θέση μας». Στη δουλοκτητική κοινωνία ο θάνατος του σκλάβου ήταν απώλεια και για το αφεντικό, αφού ο εργάτης-σκλάβος ήταν ιδιοκτησία του, άρα το αφεντικό είχε κάθε λόγο να επιθυμεί να παραμένει υγιής και εν ζωή ο σκλάβος του. Εκτός λίγων εξαιρέσεων, τον φρόντιζε και νοιαζόταν γι’ αυτόν. Για τον δανεισμένο εργάτη, που έχει καταστεί όχι απλώς ανίκανος και άρρωστος αλλά λιγότερο παραγωγικός από τους νεότερους που περιμένουν ουρά έξω από την πόρτα του εργοστασίου, το «αφεντικό» δε δίνει δεκάρα. Απώτερη επιθυμία τους είναι να μας φέρουν σε σημείο να αρχίσουμε να νοσταλγούμε τη σιγουριά και τη «θαλπωρή» του αφεντικού που είχε ο δούλος. Εντωμεταξύ, με τη βοήθεια της προπαγάνδας των ΜΜΕ που ελέγχουν, προσπαθούν να περάσουν στους εργαζόμενους την ψυχολογία της αγέλης, που μπροστά στον κίνδυνο αντιδρά με βάση τον κανόνα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Μέχρι στιγμής τα καταφέρνουν ακόμα και στους υποτιθέμενα μορφωμένους ανθρώπους της λεγόμενης πνευματικής εργασίας. Όπως γράφει ο U. Beck: «ακόμα και οι φοιτητές μου πιστεύουν ότι εκείνοι θα αποτελέσουν μια εξαίρεση του κανόνα και θα ξεχωρίσουν από τις μάζες των υπολοίπων. Πιστεύουν, πως εκείνοι, κόντρα στο ρεύμα, θα τα καταφέρουν» και αυτή είναι η πλάνη της ψευδαίσθησης. Τα εκατομμύρια πάλι των νέων που δεν έχουν κάποιο πτυχίο πανεπιστημίου, αρνούνται τους συλλογικούς αγώνες, πιστεύοντας πως θα τα καταφέρουν να γίνουν σταρ του θεάματος ή των σπορ. Όταν συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα και συμφιλιωθούν μαζί της, είναι συνήθως αργά για αγώνες.
«Το ζήτημα λοιπόν», όπως επισημαίνει η γαλλίδα δημοσιογράφος Vivian Forestier, «δεν είναι να αναστενάζουμε για κάτι που δεν υπάρχει πια, να αρνούμαστε επίμονα το παρόν…. Το ζήτημα είναι να ζήσουμε γνωρίζοντας αυτό που μας συμβαίνει, να μη δεχόμαστε ασυζητητί τις οικονομικές και πολιτικές αναλύσεις που παρακάμπτουν τα προβλήματα, που τα αναφέρουν μόνο σαν απειλές. Και αυτές υποτίθεται ότι επιβάλλουν τη λήψη απάνθρωπων μέτρων, που θα χρειαστεί να γίνουν χειρότερα, αν δεχτούμε να τα υποστούμε δουλικά». Το δίλημμα λοιπόν δεν είναι η επιλογή ανάμεσα στη συμφορά και στην καταστροφή, ούτε ανάμεσα στη δουλειά και στη δουλεία αλλά αν είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε το υπάρχον πολιτικοοικονομικό σύστημα που συνθλίβει τους πολλούς για να ζήσουν πλουσιοπάροχα εκείνοι που δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους.
πηγή: press-gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου