΄Ενα βιβλίο με κείμενο βαθιά λογοτεχνικό,απέριτο,χωρίς φτιασίδια,κατάσπαρτο από
ήθη,έθιμα,τραγούδια,ντοπιολαλιές,παραμύθια, νοσταλγία κι ελπίδα.
Η συγγραφέας Ελένη Τζήκα γεννημένη στην Κάτω Μηλιά Πιερίας παρακολουθεί την
πορεία μιας αγροτικής οικογένειας από το τέλος του μεσοπολέμου ως τις μέρες μας.
Ζωντανεύει τον αγώνα για την επιβίωσή της με φόντο τον πόλεμο,την Κατοχή,τον Εμφύλιο,τα μεταπολεμικά γεγονότα.Τα παιδιά της οικογένειας αναμετριούνται με την
μοίρα τους που είναι η μοίρα του τόπου τους.Άλλος υποτάσσεται,άλλος παλεύει μέχρι τέλους κι άλλος λυγίζει μέσα στον ασφυκτικό κλοιό
μιας κλειστής κοινωνίας που επιβάλλει το "σσσ...μας ακούει ο κόσμος".
«Η συγγραφέας θήλασε τη γλώσσα των μύθων, των θρύλων και των παραδόσεων, γι΄ αυτό και παροιμίες, γνωμικά, παραμύθια που ζουν στο στόμα του λαού μας χίλια χρόνια συνωστίζονται τώρα στην πένα της» .
Ως ΄΄Αρχόντισσα της γλώσσας΄΄ χαρακτηρίστηκε η συγγραφέας του βιβλίου ΄΄Σσσ… μας ακούει ο κόσμος΄΄ Ελένη Τζήκα, από τον καθηγητή Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Χρίστο Τσολάκη.
΄΄Φωνάξτε τα παιδιά του Δία να σπείρουν τη στάχτη που απέμεινε, να φυτρώσουν άνθρωποι και πολιτισμός. Η Τζήκα αυτό έκανε, έσπειρε λίγο στάχτη και φύτρωσε! Την ευχαριστούμε΄΄.
Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο.
-Στα έντεκα "τη βρήκαν τα ρούχα".Στα έντεκα ήταν σχεδόν ολόκληρη γυναίκα.Φαρδιοπλασμένη,σκούρα μαλλιά,πράσινα μάτια.Γυναίκα της Γης.Χέρια και πόδια πλασμένα για τα χωράφια.Κι ενώ όλο το υπόλοιπο δέρμα λευκό,του προσώπου σταρένιο.Ίδιο με το χρώμα των χεριών.Σκληρά χέρια,θαρρείς και πλάστηκαν μόνο για δουλειές.Τα πόδια λευκά μα στέρεα.Η Δήμητρα.
-------------
-Ψωμί δεν έχουμε,άντρα μ΄,μιμούνταν μια γειτόνισσα,που είχε άντρα ανεπρόκοπο.
-΄Αμα δεν έχουμε ,γιατί δε ζυμώνεις ,το κέρατό μου!
-Πώς να ζυμώσω ,άντρα μ΄,αλεύρι δεν έχω.
-Δε σ΄ήφερα του Χριστού ως τώρα,μωρή,δυο τσουβάλια
αλεύρι;
-Απ΄του Χριστού ως τώρα,που 'ναι Σαρακοστή,άντρα μ,
τελείωσε,έξι στόματα ήμαστε.
-Τι το κάνεις,το κέρατό μου,το σκορπάς στην αυλή;
-Τα παιδιά σ΄το τρων,άντρα μ΄.
-Μα άμα κόβεις τ΄ς φέτες σαν πυξοχάρτια.
-Εμ΄νηστικά θα τ΄αφήσω;
-Άσ΄τα αυτά κι βάλε με να φάω.
-Πού να το βρω,άντρα μ;
-Σύρε στη γειτονιά,μωρή,εγώ θα σε πω τι κάνει μια σωστή νοικοκυρά,το κέρατό μου!
----------------
Αργότερα της έχτισε ένα εικονοστάσι στην καρδιά της καρδιάς του και την προσκυνούσε πρωί και βράδυ,όπως την Παναγιά.Κανείς δεν έμαθε γιατί ψιχάλιζαν τα μάτια του για
πολλά χρόνια,όσο κρατάει η ζωή,όταν στο χωράφι μουρμούριζε καμιά φορά-γιατί ο Γιάννης δεν τραγουδούσε-ένα παμπάλαιο τραγούδι:
Ρύζι έσπερναν ,ρούσα μ΄πέρδικα,
Γιάννης με την καλή του...
Στοίχ΄μα έβαναν του ποιός θ΄αδειάβει τον άλλο.
-Αν μ΄αδιάβεις,Γιάνν΄ι,άλλην καλή να πάρεις κι αν σ΄αδιάβω,Γιάνν΄ι,άλλον καλό να πάρω κι η καλή τ΄αδιάβηκε κι άλλον καλόν επήρε.
--------------
Αν ο πόλεμος είναι κακών διδάσκαλος τότε
ο εμφύλιος τι είναι;Πώς να τον πεις,πώς
να τον πεις,πώς να τον ονομάσεις αναρωτήθηκε η Δήμητρα,όταν τα κακά μαντάτα έφτασαν και στο σπίτι τους.
Τρία αδελφάκια ήμασταν ,τα τρία αγαπημένα,
ένας πάισι καλόγηρος κι ο άλλος πάισι κλέφτης
κι ο τρίτος ο μικρότερος αγάπησε τις μούλες.
Σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε.
Σέρνει και μια χρυσόμουλα να περπατεί καβάλα.
Παραπατάει η χρυσόμουλα και σ΄άλλο δρόμο πήγε.
Πού πας,πού πας,παλιόμουλα,σ'αυτό το μονοπάτι;
Αυτού ήταν κλέφτες μια φορά,ήταν κι Αρβανιτάδες.
Το λόγο δεν απόσωσε,το λόγο δεν το σώνει
κι οι κλέφτες τον περίμεναν στη μέση από το δρόμο.
-Λεβέντη για ξεφόρτωσε,ξεφόρτωσε τις μούλες.
-Πονέσαν τα στηθάκια μου φορτώνω ξεφορτώνω.
Μια μαχαιριά του έδωσε μες στη καρδιά τον βρήκε.
Κι όταν τον μισοσκότωσε σα φίλος τον ρωτάει:
-Πο πού σαι,βρε καλόπαιδο,πο πού σαι,βρε λεβέντη;
-Εγώ είμαι από τα Γιάννινα΄πο μέσα απ΄την Αυλώνα.
Τρία αδελφάκια ήμασταν τα τρία αγαπημένα...
-Αδερφάκι μου,σε σκότωσα σε πήρα στο λαιμό μου.
Στην αγκαλιά τον άρπαξε και στους γιατρούς τον τρέχει.
-Οι μαχαιριές γιατρεύονται,βρίσκουν τη γιατρειά τους.
Μα τ΄αδερφού το σφάξιμο,αυτό γιατρειά δεν έχει.
--------------------
Τι ασκήσεις ,τι πρακτικά προβλήματα ,τι αινίγματα έλεγε
στα παιδιά που μαζεύονταν γύρω του και τον άκουγαν μ΄ανοιχτό το στόμα.
"΄Οποιος παίρνει συμβουλές μόνο απ'τον εαυτό τ΄,είναι σαν
να παίρνει από ένα βλάκα",αποφαίνονταν.
"Τ΄κιοτή η μάνα νε κλαίει νε γελάει".
"Μην παινεύεσαι μοναχός για την αξία σ΄,άσε να το πουν οι άλλοι".
"Άνθρωπος που δε γνωρίζει τον ανώτερό τ΄,μη τον λογαριάζεις γι΄άνθρωπο".
"Ο Θεός σιχάθηκε το φτωχό τον περήφανο και τον γέρο τον πόρνο".
Η συγγραφέας από μικρή
έγραφε στίχους που δημοσιεύτηκαν σε νεανικά περιοδικά της εποχής και το πρώτο
της βραβείο ήταν ένας τενεκές κίτρινο τυρί και ένα μεγάλο κουτί γάλα σκόνη από
τον Ερυθρό Σταυρό (Τ΄ αδέρφια μου με κορόιδευαν κι εγώ δεν τους άφησα να φάνε
ούτε τυρί ούτε γάλα). Αργότερα έγραφε άρθρα σε τοπικές εφημερίδες κυρίως σχετικά
με τη λαογραφία του τόπου της. Σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και
το Μακεδονικό Συγκρότημα τραγούδησε δημοτικά τραγούδια της περιοχής της. Της προτάθηκε να σπουδάσει μουσική και θέατρο, αλλά η τόλμη της οικογένειας της είχε
εξαντληθεί στο να την κάνουν «επιστήμων» !
Το μεράκι και
τους καημούς της τα ακουμπούσε σε λευκές κόλλες, αλλά δεν είχε το θάρρος να τα
βγάλει στο φως. Έτσι δύο ολοκληρωμένα έργα κιτρινίζουν σε κάποιο ντουλάπι. Ένας
γλυκύτατος πανεπιστημιακός δάσκαλος είναι ο ηθικός αυτουργός του τρίτου, δηλαδή
του πρώτου της βιβλίου (Σσσ…μας ακούει ο κόσμος).
Από το 1976 ζει
στην Κατερίνη και εργάσθηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος, με εξαίρεση μια πενταετία που
αποσπάστηκε και δίδαξε σε σχολείο στη Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου