Η εκ μέρους του υπουργού των Εσωτερικών χθεσινή ανακοίνωση περί περικοπής κατά 20% της κρατικής χρηματοδότησης προς τα κόμματα, αποσκοπεί χωρίς αμφιβολία στην ικανοποίηση του κοινού αισθήματος και επομένως μόνο προπαγανδιστική αξία έχει.
Η ουσία βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, αλλού. Στο γεγονός ότι τα κόμματά μας είναι εντελώς χρεοκοπημένα, έχουν δανειστεί τα μαλλιά της κεφαλής τους, δανείζονται κάθε φορά βάζοντας ως εγγύηση την επόμενη κρατική χρηματοδότηση, οι κατά καιρούς – όχι, βέβαια, τώρα, καθώς θα τους έπαιρνε ο κόσμος με τις πέτρες – οικονομικές εξορμήσεις τους αποδίδουν ελάχιστα, δεν έχει λειτουργήσει καμιά πομπώδης εξαγγελία περί διαφάνειας, κουπονιών και πιστωτικών καρτών.
Φυσιολογικό είναι να διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν κόμματα που ουδέποτε κατάφεραν να βάλουν σε τάξη τα του οίκου τους, να κατεβαίνουν κάθε φορά στις εκλογές με την υπόσχεση ότι θα νοικοκυρέψουν τη χώρα.
Επομένως, η συζήτηση περί περικοπής της κρατικής χρηματοδότησης προς αυτά μοιάζει πάρα πολύ με την συζήτηση περί περιορισμού του αριθμού των βουλευτών. Πρόκειται για την ίδια λογική: Αφού τα κόμματα αποδείχθηκαν άχρηστα, γιατί να τα πληρώνουμε; Αφού οι βουλευτές δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την καταστροφή, τι να τους κάνουμε τόσους πολλούς.
Στην πραγματικότητα, η λογική αυτή της περικοπής δεν συμβάλλει στην ανάγκη για βελτίωση της ποιότητας της πολιτικής μας ζωής και του πολιτικού μας προσωπικού.
Αν τα κόμματα δεν αλλάξουν σε επίπεδο δομής και λειτουργίας, αν δεν πάψουν να είναι σπάταλοι γραφειοκρατικοί οργανισμοί, τότε και τα λιγότερα χρήματα χαμένα πάνε.
Αν το επίπεδο του πολιτικού μας προσωπικού δεν βελτιωθεί, τότε και τα λιγότερα χρήματα που θα πηγαίνουν σε μικρότερο αριθμό βουλευτών, πάλι χαμένα θα πηγαίνουν.
Θα χρησιμοποιούνται απλώς για να συντηρείται η εικόνα μιας κοινοβουλευτικής λειτουργίας, ένα είδος βιτρίνας, που όμως δεν θα έχει βάθος και, όπως αποδεικνύει η σημερινή άθλια κατάσταση, θα αποδεικνύεται περισσότερο βλαβερή, παρά ωφέλιμη.
Όχι τυχαία, όλες οι έρευνες, ελληνικές και διεθνείς, αποτυπώνουν μια απαξιωτική άποψη του λαού για τα κόμματα, που βρίσκονται μονίμως στον πάτο της εμπιστοσύνης.
Θα αλλάξει αυτή η εικόνα αν οι πολίτες πληροφορηθούν πως πληρώνουν λιγότερα χρήματα από πριν για κάτι που αποστρέφονται; Τι θα πουν δηλαδή; Εντάξει, είναι όλοι τους άχρηστοι, αλλά τουλάχιστον μας κοστίζουν λιγότερο;
Θα πάψει ο κόσμος να πιστεύει ότι τα κόμματα τα πήραν από την Ζήμενς; Θα πάψουν να πιστεύουν ότι το 2% από τις μίζες πήγαινε στα κόμματα; Θα πάψουν, όπως έχει προκύψει και από έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας, να φέρνουν τα κόμματα πρώτα στην γενική κατάταξη που ακούει στο όνομα «χειρότερες εστίες διαφθοράς στη χώρα»;
Αυτό είναι το θέμα; Ή να αποκτήσουμε επιτέλους κόμματα και πολιτικούς χρήσιμους για το Κοινό Καλό;
Φυσικά, αυτό είναι εντελώς ουτοπικό. Διότι εξακολουθεί να ισχύει αυτό που πριν από 150 χρόνια είχε γράψει ο Εμμανουήλ Ροΐδης, για τα κόμματα: «Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται διότι εκεί υπάρχουν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ’ ής πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα: να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου. Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως κόμμα ήθελεν είναι ο ακόλουθος: Ομάς ανθρώπων ειδότων να αναγιγνώσκωσι και να ανορθογράφωσιν οίτινες ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν του πρωθυπουργού ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι. Ο ελληνικός λαός αναλίσκει τον χρόνο του εις αγόνους συζητήσεις περί κομμάτων και κομματαρχών και άπαν το χρήμα του δαπανά εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου. Οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, στρατολογούν εκ τριόδων μισθοφόρους, τους πληρώνουν δια δημοσίων χρημάτων, ήτοι δια θέσεων περιττών. Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτων επολλαπλασιάσθη, προϊόντος του χρόνου, ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προς της οποίας (…) και κυβέρνησης και Βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτουν γόνυ μετά τρόμου».
Εκατόν πενήντα χρόνια μετά, διαπιστώνουμε ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε. Το είδαμε και στις καταθέσεις των Χριστοφοράκου και Κουτσενρόιτερ, ενώπιον της γερμανικής Δικαιοσύνης. Ο τελευταίος είχε πει, επικαλούμενος την μαρτυρία του Χριστοφοράκου, ότι «συνηθίζεται στην Ελλάδα η χρηματοδότηση των κομμάτων να γίνεται κυρίως μέσω μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα» και πως «το σύστημα στην Ελλάδα έτσι λειτουργεί».
Τον Ιανουάριο του 2008 και ενώ μόλις πριν από ένα μήνα είχε παραιτηθεί – αποπεμφθεί ο Χριστοφοράκος από την Ζήμενς, μέσα στη Βουλή όλοι διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους υπέρ της καθαρότητας των κομμάτων τους. «Τα οικονομικά των κομμάτων διέπονται από νόμους και είναι διαφανή», έλεγε ο Θ. Ρουσόπουλος. «Οι οικονομικοί πόροι του ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι φανεροί, γι’ αυτό και το Κίνημα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα», δήλωνε ο Γ. Ραγκούσης.
Μετά ήλθαν οι ομολογίες αυτών που στριμώχτηκαν, αλλά και πάλι απάντηση για το πού πήγαν τα χρήματα δεν έχουμε λάβει.
Αυτό, κ. Ραγκούση, δεν θεραπεύεται με επικοινωνιακά τρυκ περί περικοπών στην χρηματοδότηση. Εκτός και αν απλώς γίνεται επειδή έχουν περικοπεί τα πάντα. Απαλλαγή πάντως και αθώωση δεν επιτυγχάνεται. Η άφεση αμαρτιών έρχεται μετά την Ομολογία και την Κάθαρση.
Και επιτέλους, πρέπει να δοθεί κάποια απάντηση στην γλαφυρή περιγραφή Χριστοφοράκου, όπως αυτή προκύπτει από τις έξι απολογίες του στην Εισαγγελία του Μονάχου, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2009, που δεν θα κουραστώ να δημοσιεύω ξανά και ξανά:
«Η συμφωνία για το 2% με τη μητρική δεν ήταν στον αέρα, υπήρχε και αντισυμβαλλόμενος, και συγκεκριμένα τα ίδια τα κόμματα. Για τα οποία άλλωστε, σε τελική ανάλυση, προορίζονταν τα χρήματα. Στην Ελλάδα έτσι γίνεται, δέχεσαι συχνά τηλεφωνήματα από το κόμμα και σε παρακαλούν να τους δώσεις οικονομική ενίσχυση».
«Στην Ελλάδα κατά το παρελθόν η χρηματοδότηση των κομμάτων λειτουργούσε ως εξής: Οι χορηγίες στο κόμμα αποτελούν μέρος της χρηματοδότησης των κομμάτων. Από κάποιον Πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχάνων είχε γίνει σχετική επισήμανση στον Τύπο. Τώρα κάθε άτομο μπορεί να κάνει χορηγίες σε κάθε κόμμα μόνο μέχρι 15.000 ε τον χρόνο».
«Θέλω να σας εξηγήσω πώς λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια το λεγόμενο σύστημα άσκησης επιρροής σε σχέση με τις χορηγίες στα κόμματα στην Ελλάδα: Όπως ίσως γνωρίζετε, ο κρατικός μηχανισμός ξεκινώντας από τα υπουργεία και φθάνοντας μέχρι τις απλές υπηρεσίες, είναι διογκωμένος και γεμάτος υπεράριθμους υπαλλήλους. Στον μηχανισμό αυτό γίνονται διπλές τοποθετήσεις, όταν γίνεται αλλαγή της κυβέρνησης, ενώ δεν είναι δυνατόν να απολυθούν οι προηγούμενοι υπάλληλοι, επειδή έχουν μονιμότητα. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση δεν έχει εμπιστοσύνη στους «παλιούς» αυτούς υπαλλήλους. Έτσι τοποθετεί δικούς της «ανθρώπους εμπιστοσύνης» οι οποίοι αποκτούν και αυτοί με τη σειρά τους την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Πριν από τις εκλογές, το κόμμα που κυβερνάει γεμίζει όλες τις κενές θέσεις με δικούς του ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει τις ψήφους τους. Από την άλλη πλευρά κάνει τις προσλήψεις για την περίπτωση που χάσει τις εκλογές. Ώστε να δυσκολέψει τη ζωή της κυβέρνησης που θα τη διαδεχτεί. Η νέα κυβέρνηση, όμως, βρίσκει ξανά διάφορους τρόπους κάνοντας… ειδικές προσλήψεις. Έτσι λοιπόν δεν είναι εύκολο για κάποιον ξένο (και η Ζήμενς ήταν ξένη, παρότι δραστηριοποιείται στη χώρα) να κατανοήσει τις σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν εντός της δομής των υπηρεσιών – αρχών. Όταν πρόκειται να ασκηθεί επιρροή για τη λήψη κάποιας επιθυμητής απόφασης ή όταν κάποιος θέλει να αμυνθεί εναντίον κάποιας άλλης, το πιο απλό θα ήταν να γνωρίζει ποιο είναι το πρόσωπο που αποφασίζει. Αυτό όμως δεν είναι ευκρινές απ’ έξω. Για τον λόγο αυτό και πριν ο Pribilla και οι διευθυντές ON/ICN αποφασίσουν για το 2%, είχαμε δώσει στους εξωτερικούς συμβούλους (δηλαδή εταιρίες PR, Consultants, επιχειρηματίες και πολιτικούς στην Ελλάδα) την οδηγία να μην προβαίνουν σε επιμέρους πληρωμές για έργα και να προτιμούν καλύτερα μια γενική λύση, η οποία συνίστατο στο να βρεθεί το «κεφάλι» και επομένως να πληρωθεί ο φορέας λήψης της απόφασης στη χώρα».
«Τα κόμματα διέθεταν τον σχετικό μηχανισμό και γνώριζαν πού και ποιος μοχλός θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί. Πρόκειται επομένως για «υποχρέωση» του κόμματος. Το κόμμα ξέρει πώς ασκείται η επιρροή. Έτσι λειτουργεί το σύστημα. Οι υπάλληλοι γνωρίζουν ακριβώς τι απόφαση πρέπει να πάρουν, όταν τους τηλεφωνήσουν πολιτικοί του κόμματος και υπουργοί. Αν δεν συμπεριφερθούν όπως θέλουν οι πολιτικοί, η καριέρα τους γρήγορα οδηγείται σε αδιέξοδο. Αν, αντίθετα, συμπεριφερθούν έτσι όπως είναι επιθυμητό, τότε έχουν γρήγορη επαγγελματική ανέλιξη, παίρνουν καλύτερες θέσεις και μισθούς και ενδεχομένως εξασφαλίζουν και ανέσεις, όπως ένα μεγάλο υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Ο καθένας που έχει εξελιχθεί στο σύστημα αυτό, γνωρίζει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί. Αυτό ισχύει από τον πιο απλό υπάλληλο μέχρι τα πιο υψηλά επίπεδα. Γι’ αυτό πληρώνονται τα χρήματα στα κόμματα».
πηγή:ελεύθερη ώρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου